2Εσείς και Sonia Kontaxi
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση
"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
το ψωμί και το κρασί
για τη θεία κοινωνία,
τις νύχτες πλησίαζαν και μοιράζονταν
στην αγκαλιά της μεγάλης Μάννας,
κοντά στα διάσελα,
των άστρων τη μουσική,
τα όνειρα και την αγάπη τους για τη ζωή
και την αναμόρφωση του κόσμου του ανθρώπου,
αγρυπνώντας μαζί με τις έγνοιες και μεταλαβαίνοντας
το φως της νέας μέρας
που χάραζε πίσω απ΄τα βουνά.
26.9.2022.
Πόσο οικεία, τους ακούω να λένε,
μας είναι όλα εδώ.
Με θυμό τους κοιτάζω.
Καμιά οικειότητα τα πράγματα αυτά δε μου επιτρέπουν.
Ξένα μου είναι
κι η σκέψη τίποτα οικείο δε μου φέρνει.
και τίποτα τέτοιο σε οικείο δε μεταποιεί.
Οικειοποίηση καμιά.
Ξένος είμαι
και ξένος εδώ νοιώθω
και άπορος.
23/9/22
.. ἡλιάδες κοῦραι προλιποῦσαι δώματα νυκτός, εἰς φάος, ὠσάμεναι κράτων ἄπο χερσὶ καλύπτρας
Παρμενίδης (απ.Ι,9-10)
Το είδα,
και τα μάτια μου έκλεισε το θάμπος
που καταγωγή μαρτυρά θεϊκή κι αλλοτινών ζωγράφων ποίημα-
φανέρωμα προσώπου.
Ναι. Έτσι το είχα Φανταστεί [κι έτσι ήταν]
Εδώ στο ξέφωτο. Θηρίο ανήμερο, που δε λογαριάζει τον καιρό
και τον κόσμο σηκώνει γενναιόψυχα στο ύψος της καρδιάς
-δίχως τίποτα να έχει να ζηλέψει-
στου Ζυγού και στων αστερισμών τους σιτοβολώνες καλπάζοντας
με την κόκκινη σημαία υψωμένη ν' ανεμίζει
στάχια χρυσά μεριάζοντας και σκοτάδια παραμερίζοντας
το φως να φτάσει ως εδώ κι η θεία χάρη:
στην πλάτη της Γης όπου ακροπατά
βγάζοντας τις καλύπτρες της θεάς απ' το κεφάλι της
και της αξιοπρέπειας το βάρος επαναφέροντας στα ανθρώπινα.
Και ξάφνου ο πόντος βλέπεις απ' άκρη σ' άκρη από θυμό να συνταράσσεται
σαν το σπαθί της κατακόρυφα υψώνει
Ζωή αξιώνοντας κι Αλήθεια
και φως ιλαρό στο δείπνο των παραπεταμένων
κάτω απ΄την τρύπια στέγη
όπου φωτίζει ακόμη
εκείνο τ' άστρο: ο Αλδεβαράν.
21/22-9-22
Δε θα γνωρίσω ποτέ τα μάτια σου
γιατί μ' αυτά βλέπω
κι ονειρεύομαι
Χωρίς κόσμο
και χωρίς ουρανό
απόμεινα
επιμένοντας μοναχός
στο δεινόν της σχεδίας μου ταξίδι.
Εν μέσω της σκοτίας
και της ερημίας
επιχειρώ
προς το αχανές και τ' άσωτο σημαίνον
τ' απομακρυνόμενα σμήνη των αστέρων
τ' αμίλητα και πολυπληθή προκαλώντας
σκύβοντας πάνω στο γυμνό κορμί της
που φωτίζει το ναό
και ορίζει τη σιωπή του θεού
που μιλάει στις θαμπές εικόνες.
14/9/22
Μέσα στο χορό σε ψάχνω
το κλαρίνο σαν χτυπά
και στους φίλους που επιμένουν
για να σπάσουν τα δεσμά.
Μες στην εκκλησιά σε ψάχνω
στ’ άστρο το εωθινό
κι εκεί πίσω απ’ τα βιβλία
που σε κρύψαν πριν σε δω.
Μες στους ουρανούς σε ψάχνω
και στην αστρολαγκαδιά,
σαν καβάλα στ’ άλογό σου
παίρνεις την ανηφοριά.
Γύρω απ’ το μακρύ τραπέζι
εκεί στο πλάτανο μπροστά
μου μιλάει η ανάμνησή σου
σαν βρεθώ καμιά φορά.
Μου μιλάει η ψυχή σου
και το ημιτελές γραπτό
που ακέρια την αλήθεια
μου μηνάει όπου σταθώ.
2015.
“- Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο Ποιητής μοιράζεται στα δυο.”