Το απομεσήμερο ενός φαύλου
Τράβα αγωγιάτη, καρότσα τράβα,τράβα να φτάσουμε γοργά στην Κάβα!Φύσα βαπόρι, βόα μηχανή,να ’ρθούμε πρώτοι εμείς! — οι στερνοί. 5Τα στερνοπαίδια και τ’ αποσπόριακαι τ’ αποβράσματα και τ’ αποφόριαμιας μάχης που ήτανε γι’ άλλα κορμιάγια μάτια αλλιώτικα κι άλλη καρδιά. Πολιτικάντηδες, καραβανάδες,10ψιλικατζήδες, κολλυβιστάδες,μούργοι, μουνούχοι και θηλυκά—τράβα αγωγιάτη! βάρα αμαξά! Φτωχή Πατρίδα, στα μάγουλά σουμαχαίρια γράφουνε το γολγοθά σου·15μάνα λιοντόκαρδη, μάνα ορφανή,κοίτα αν αντέχεις τέτοια πομπή: το ματσαράγκα, το φαταούλαμε μπογαλάκια και με μπαούλα·τη χύτρα που έβραζε κάθε βρομιά20λες και την άδειασαν όλη μεμιά σ’ αυτούς ανάμεσα τους ήπιους λόφουςόπου μας κλείσανε σαν υποτρόφουςενός αδιάντροπου φρενοβλαβήπου στο βραχνά του παραμιλεί. 25Δες το σελέμη, δες και το φάντηπώς θυμιατίζουνε τον ιεροφάντηπου ρητορεύεται λειτουργικάμπρος στα πιστά του μηρυκαστικά. Μαυραγορίτες από τα Νάφια30της προσφυγιάς μας άθλια σινάφια,γύφτοι ξετσίπωτοι κι αρπαχτικοί,λένε, πατρίδα, πως πάνε εκεί στα χώματά σου τα λαβωμέναγιατί μαράζωσαν, τάχα, στα ξένα35και δεν μπορούνε χωρίς εσέ—οι φαύλοι: τρέχουνε για το λουφέ. Cava dei Tirreni, 7. 10. 1944 |