Το βλέμμα ήταν περισσότερο θλιμμένο παρά ειρωνικό.
Ηταν αβυσσαλέο και απελπιστικά λυπημένο.
Το περιεχόμενο του ήταν κατα κάποιο τρόπο μία ήρεμη και σίγουρη απελπισία που είχε αποκτήσει μία συνηθισμένη μορφή.
Με την απελπισμένη λάμψη του φώτιζε όχι μόνο το πρόσωπο του ματαιόδοξου ομιλητή ούτε ειρωνευόταν και καταδίκαζε μόνο την κατάσταση της στιγμής, την προσδοκία και την διάθεση του κοινού, τον κάπως προκλητικό τίτλο της ομιλίας, αλλά και το βλέμμα εκείνο του Λύκου της Στέπας διαπερνούσε ολόκληρη την εποχή μας, όλα τα περίεργα και φανταχτερά καμώματα μας, όλες τις προσπάθειες, ολόκληρη την ματαιοδοξία, ολόκληρο το επιφανειακο παιχνίδι μια φαντασμένης και ρηχής πραγματικότητας.
Και δυστυχώς, το βλέμμα εκείνο προχωρούσε πιο βαθιά, πήγαινε πιο μακριά και οχι μόνο στα ελαττώματα και τον απελπισμό του καιρού μας, της πνευματικότητας και του πολιτισμού μας.
Πήγαινε ως το βάθος της καρδιάς ολόκληρης της ανθρωπότητας, μιλούσε πειστικά και φανέρωνε σε μία μόνη στιγμή ολοκληρη την αμφιβολία ενός στοχαστή ισως ενός ειδικού γνώστη της αξιοπρέπειας και του νοήματος της ανθρώπινης ζωής γενικά.
Το βλεμμα του έλεγε: Κοίταξε τι πίθηκοι είμαστε ! Κοίταξε τι ειναι ο άνθρωπος ! Ετσι η δόξα, η εξυπνάδα, τα προτερήματα του πνεύματος, όλοι οι δρόμοι προς την ανύψωση, μεγαλεία και ανθρώπινος χρόνος γινόταν ένα παιχνίδι πιθήκων!
Στο διάστημα εκείνο διαρκώς σκεφτόμουν πως η αρρώστια του δεν προερχόταν από κανένα φυσικό ελάττωμα, αλλά αντίθετα από τον πλούσιο και προικισμένο εσωτερικό του κόσμο που δεν εναρμονιζόταν προς το εξωτερικό περιβάλλον.
Κατάλαβα πως ήταν μία μεγαλοφυία του πάθους. Είχε σύμφωνα με μερικές σοφές παρατηρήσεις του Νίτσε, μέσα του μία μεγαλοφυή, απεριόριστη και φοβερή ικανότητα για τον πόνο.
Συνάμα συνειδητοποίησα πως η βάση της απαισιοδοξίας του δεν ήταν η περιφρονητική στάση του προς τον κόσμο, αλλά η αυτοπεριφρόνηση. Γιατί ενώ μιλούσε αμείλιχτα και επιθετικά για θεσμούς και πρόσωπα, πάντοτε τα πρώτα βέλη τα έριχνε εναντίον του εαυτού του. Μισούσε και αρνιόταν πρώτο τον εαυτό του.
Ολόκληρη λοιπόν η μεγαλοφυία της φαντασίας του και η δύναμη του στοχασμού του επί χρόνια κατευθύνονταν εναντίον του εαυτού του, εναντίον μιας αθώας και ευγενικής ύπαρξης. Έτσι θα μπορούσαμε να πούμε, πως ολοένα και γινόταν σε μεγαλύτερο βαθμό χριστιανός και μάρτυρας, γιατί κάθε οξύτητα, κάθε κριτική, κάθε μοχθηρία καθε μίσος, για το οποίο ήταν ικανός και όλα αυτά, προπαντός άλλου και καταρχήν, τα φόρτωνε στον εαυτό του.
Το αγαπάτε αλλήλους είχε τόσο πολύ ενσφηνωθεί μέσα του, όσο και η δύναμη της αυτοπεριφρόνησης.
Ο Λύκος της Στέπας του Έρμαν Έσσε
(δανεισμένο απόσπασμα)