Share

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

Μ Θεοδωράκης-Μ Κατσαρός : ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ


Ποίηση: Μιχάλη Κατσαρού
ΤΟ ΣΧΗΜΑ ΜΟΥ
ΤΥΦΛΗ ΕΠΟΧΗ
ΕΠΡΕΠΕ ΤΩΡΑ
ΔΩΡΙΕΙΣ
ΣΤΟ ΝΕΚΡΟ ΔΑΣΟΣ
ΞΑΝΘΟΣ ΟΜΟΡΦΟΣ
ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ
Σύνθεση: 1981-1982
Ηχογράφηση: 1985, (από την πρώτη εκτέλεση στίς 23.2.1983 στο Metropol-Theater Berlin) Minos GREECE, Eterna DDR
Ελληνική εκτέλεση: 18/9/1988, Ωδείο Ηρώδου Αττικού, Κώστας Πασχάλης, Θάνος Πετράκης, Φραγκίσκος Βουτσίνος, Νίκος Τζόγιας (αφηγητής), Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία της ΕΡΤ ( διδασκαλία Χορωδίας : Έλλη Νίκολαϊδη), υπό τη διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού.


ΤΟ ΣΧΗΜΑ ΜΟΥ
Θα προσπαθήσω να δώσω το σχήμα μου
όπως συντρίβεται σε δυο λιθάρια.

Θέλω να μιλήσω απλά για την αγάπη
και παρεμβαίνουν οι θύελλες
παρεμβαίνει το πλήθος
το τρομερό ηφαίστειο που λειτουργεί
κάτ’ από πέτρες.
Τα φριχτά ερωτήματα παραμένουν επίμoνα
μαύρα υγρά ακατανόητα
ο πύργος μας καίγεται.
Δεν έχομε τίποτα να σας πούμε
έτσι που όλα προδοθήκανε
από πίστη σε πίστη
από υπόγειο σε υπόγειο
από πρόσωπο σε πρόσωπο.

Βαθιά στις ρίζες του δέντρου σας
μαζί με τους τυφλοπόντικους
μαζί με τους καταποντισμένους πίθηκους
σε σκοτεινούς υποχθόνιους κρότους
ασθμαίνοντας μετατοπίζομαι
-ανακατωμένοι οι βρόγχοι-
βαθιά στα ξερά λιβάδια σας
πέφτει καινούρια αθόρυβη βροχή.

Κάποτε θ’ ανεβούμε καθώς προζύμι
ο σιδερένιος κλοιός θα ραγιστεί
τα όρη σας όπως πυκνά σύννεφα θα χωριστούν
οι κόσμοι θα τρίξουν
στις έντρομες αίθουσες οι ρήτορες θα σωπάσουν
και θ’ ακουστεί η φωνή μου:
«Οι νέοι πρίγκηπες με σάλπιγγες και νέες
στολές
οι νέοι συμβουλάτορες οι νέοι παπάδες
οι νέοι πρόεδροι και τα συμβούλια και οι
επιτροπές
όλοι οι μάγοι προφεσόροι…»

Περιμένετε αύτη τη φωνή.
Έτσι θ’ αρχίζει.


II
ΤΥΦΛΗ ΕΠΟΧΗ

Άγνωστη μέρα δείξε μας το πρόσωπο σου.

Κάτω στο βάθος
τόσα πέλματα βαριά
τόση βουή με καταρράχτες
ακούγονται να σπάζουν επιφάνειες
κατρακυλάν στις φλέβες μας ποτάμια εγώ
με φωτεινό το μέτωπο να χάνομαι
να μην μπορώ να καταλάβω
πως γίνηκε ν’ αναζητάμε δράμα
τώρα που όλα στερεώθηκαν επίσημα
τώρα που ένας πρίγκηπας επέθανε
τώρα που οι δείχτες ύψωσαν τα φέρετρα
κει που βουλιάζουν οι αετοί τις ώρες.

Άγνωστη μέρα δείξε μας το πρόσωπο σου.
Δείξε μας δείξε μας το μπόι σου.
Μέρα με τις πληγές ορθές στο βάδισμα σου
εγώ μαζί με το Βλαδίμηρο
θα σε στεγάσουμε
να μη φοβάσαι
οι άλλοι πέτρωσαν δίπλα στους χωροφύλακες
έντρομοι θα σαλπίσουν
θα κλείσουν οι πύλες
θα κλείσουν τα τείχη
θα παρατάξουν τα στρατεύματα
εσύ θα τους διαπερνάς αθόρυβα
θα προβαδίζεις
και πίσω θα σ’ ακολουθάν
οι Ασσύριοι οι Βαβυλώνιοι οι Ιουδαίοι
οι Ισπανοί
πριν προδοθούν τα όνειρα
οι Γάλλοι μεταλλωρύχοι
ο σύντροφός μου Γκαρώ πριν γίνει διευθυντήριο
οι πρόεδροι θ’ αλλάξουν έντρομοί τα διατάγματα
οι άλλοι θα υποκρίνονται τους έμπιστους
εγώ μαζί με την ακολουθία μου
θ’ ανακηρύσσομαι ήρωας
το άργυρο σπαθί των ιπποτών θα λάμπει
ο πρίγκηπας ένα χλωμό παιδί με πορφυροϋν χιτώνα
πάλι θα στερεώνονται οι αυλοκόλακες
κι εγώ θα φεύγω
θ’ αναζητάω έντρομος την όψη σου.
Κάτω
στο βάθος
τόσα πέλματα βαριά.
Ακούω να ’ρχεται καινούριο βήμα.


III
ΕΠΡΕΠΕ ΤΩΡΑ

Έπρεπε τώρα να κάνω αυτό το διάβημα.
Ο πύργος χωρίς τους φρουρούς χωρίς
υπαλλήλους
υψώθηκε όλος μπετόν και αδιάτρητά τα
τεράστια τείχη.
Έπρεπε τώρα να βρω τα κλειδιά που πετάξαν
μες στο βαθύ πηγάδι οι υπηρέτες φεύγοντας.
Γύρω τα τείχη πιο ψηλότερα απ’ το μπόι μου
τα άδεια δωμάτια χρόνια τα στόλιζα
με πράσινες λάμπες
έψαχνα στα σκονισμένα υπόγεια
κουβάλαγα σπάνιες πέτρες σπάνια γέλια
σπάνιο θάνατο
όμως ανέβαιναν οι ποταμοί με μουσικές
πλημμύριζαν το μεγάλο σαλόνι
κι εκεί όλα μαρμάρωναν.

Χρόνια αναμεσά σε μάρμαρα
οι άγρυπνοι λύχνοι δε φώταγαν
όλο και απουσίαζαν.
Όμως επέμενα.
Τους συνωμότες τους χτύπησα.
Δεν έδινα το λόγο στα πουλιά.
Εγώ εξουσίαζα.

Απάντησέ μου εσύ.
Τα σκοινιά δεν κατάλαβες στο λαιμό μας;
Δεν υπάρχει λοιπόν σωτηρία για τούτο το
πλάσμα σου;
Δε βρίσκω το ρήγμα σ’ αυτό το μπετόν
σ’ αυτά τα παλιά τα πηγάδια –
στις ρίζες έψαξα παντού
κλειστές και δε μιλάνε.

Κι έτσι απόμεινα με γεμάτα τα χέρια
αυτό το βαρύ δυναμίτη
που ώρα σε ώρα σκάζοντας θα με τινά; ζει-
Γι’ αυτό είναι που γυρίζω τρέχοντας
από σταθμό σε σταθμό
από τοίχο σε τοίχο
γεμάτος με δύναμη άχρηστη
και ξέρω πως σπαταλιέται.
Γι’ αυτό είναι που σκάβω με τα νύχια μου
αυτές τις ξερές ημερομηνίες
μήπως αστράψει κάποτες μια λύση.

Αυτό δε λέει πως μπορεί πάντα ν’ απουσιάζει.

Το ζήτημα έχει πια τεθεί:
Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε
όπως αυτός ο δραπέτης
η θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο
απέναντί τους.


IV
ΔΩΡΙΕΙΣ

Μπορούσα βέβαια να βρίσκομαι πρώτος
αναμεσά στους οπλισμένους Δωριείς
ντυμένος την περιλάλητη αμφίεσή τους
μπορούσα βέβαια
κι όχι τυχαία.

Όμως σε τι θα ωφελούσε την υπόθεση μας
όλη μου η μεγαλοπρέπεια
όλες μου οι φωνές μέσα στα τείχη;

Οι ποταμοί θα γύριζαν κύκλο στα περιθώριά μου
οι ελπίδες μου φτηνές παλιές πραμάτειες
να υποκρίνομαι τον άθεο και τον καταλυτή
εγώ ο πιο ειλικρινής νέος με τα όνειρα
εγώ ο θερμός ανδαλουσιανός
μέσα σ’ αυτά τα απαίσια σίδερα της πανοπλίας.
Για τούτο παρέμεινα με τα κουρέλια μου
όπως με γέννησε η Γαλλική Επανάσταση
όπως με γέννησε η απελευθέρωση των νέγρων
όπως με γέννησες μάνα μου Ισπανία
ένας σκοτεινός συνωμότης.

Και τώρα – απ’ έξω απ’ τα στρατεύματα
κοιτάζω την ένδοξη πόλη
οπού ξαπλώνει ράθυμα
πόρνη και δυναμίτης –
κοιτάζω τούτη την πόλη που την περικυκλώσαν τα φρούρια
αύτη που με γέννησε και δεν έχει πια όνομα
δεν έχει αναμμένη φωτιά –
κοιτάζω και υψώνω θεριό τη φωνή μου
μήπως μ’ ακούσουν.

Η κίνηση μέσα στα τείχη μας είναι σημαντική .


V
ΣΤΟ ΝΕΚΡΟ ΔΑΣΟΣ

Στο νεκρό δάσος των λέξεων προχωράω.
Ανάβω τα χλωμά φανάρια στους δρόμους
προσπαθώ ν’ αναστήσω.
Τα ονόματα που πυρπόλησαν τις καρδιές
σε μυστικές συνεδριάσεις
τα ονόματα που οδήγησαν όλα δολοφονούνται.

Ώ Ρόζα Λούξεμπουργκ. Λένιν, ποιητές.
Ώ Τέλμαν Τάνεφ
παγωμένοι σε επίσημες τελετές.

Πως θα ξαναβαπτίσουμε τις πυρκαγιές
ελευθερία, ισότητα. Σοβιέτ, εξουσία;

Εγώ ένδοξος γράφω
σ’ όλα τα όνειρά σας: Ελευθερία.

Ω Ρόζα Λούξεμπουργκ, Λένιν, ποιητές.
Ω Τέλμαν Τάνεφ
δαφνοστεφείς ήρωες
μυθικά πρόσωπα
ελάτε.
Εγώ έχω μέσα στη θύμησή μου
την ώρα που ανέβαινε το πλήθος στις
σκάλες
με τη φωτιά κρατώντας τη μεγάλη ταμπέλα
Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ.
Πως θα ξαναβαφτίσουμε τις πυρκαγιές
ελευθερία, ισότητα. Σοβιέτ, εξουσία;


ΙV
ΞΑΝΘΟΣ ΟΜΟΡΦΟΣ

Στις έξι και τριάντα στη Ρώμη
να μπαίνεις σαν έμπορος η καμηλιέρης
μεταμορφωμένος σε συνοδό χρυσού
και άσημο επισκέπτη –
κι όμως στον κόρφο σου να φέρνεις μυστικά γράμματα
του Δεκριανοϋ –
κι αμέσως να διαδίδεται στις αγορές
μετά στα ανάκτορα
ότι κατέφθασε ένα πρόσωπο
ν’ ανατινάξει την πόλη.

Ο γραμματέας του αυτοκράτορος
έμπιστα να ρωτά
να τερματίζεται η δεξίωσις
η φήμη σου να μεταφέρει το μπόι σου
να μεταφέρει τ’ άλογό σου
ξανθός όμορφος ο εχθρός του βασιλείου
έχει χιτώνα πράσινο και κάτω το ξίφος
τα μάτια του αστραπές και συνωμοσία
περιπλανάται σε υγρές αυλές και μυστικά
οπλοστάσια –
συγκάλεσε εκτάκτως τη Σύνοδο
κλείστε καλά τις εξώπορτες
ν’ ασφαλιστείτε.

Κι εσύ πάνω σε ξύλινα τραπέζια και καπηλειά
να προετοιμάζεις την ένδοξη παρουσία –
όμως – να εκφυλίζεσαι σε αγοραίο ρήτορα
να κεραυνώνεις τα πλήθη με λόγους
να ξεχνάς τον προορισμό σου
να ξεχνάς τ’ άλογό σου
να προσπαθείς να φτάσεις με υπομνήματα
τον αυτοκράτορα
να ζητάς πίστωση χρόνου
οι γραμματείς να σου απορρίπτουν την αίτηση –
Πως γίνεται τόσο εσύ να ξεπέσεις;
Η ένδοξη Ρώμη σε περίμενε τόσους αιώνες
σε προφητείες έλεγε τον ερχομό σου
κι εσύ αφομοιώθηκες;

Εγώ είχα χαθεί μέσα στο ταραγμένο πλήθος
μόνος μου – σα να ’μουνα η φωνή σου.
Τα μάτια του αστραπές και συνωμοσία
περιπλανάται σε υγρές αυλές και μυστικά
οπλοστάσια
συγκάλεσε εκτάκτως τη Σύνοδο
κλείστε καλά τις εξώπορτες ν’ ασφαλιστείτε .

Ο δούλος που δραπέτευσε
έλεγε προσευχές στους φιλήσυχους πολίτες
γονατίζοντας σε λιγδωμένα προσκέφαλα.
Εγώ δεν ήλπιζα πως μπορεί να σωθεί.
Οι χωροφύλακες έχουν γερή όραση
δεν διαλύονται με αυταπάτες και ψυχοσάββατα.
Εγώ πάντως
εξακολουθούσα να βλέπω τον επερχόμενο αιώνα
με φάλαγγες πιστών
με αργυρά δισκοπότηρα αφρίζοντας αίμα
με σημαιοστολισμούς και παρελάσεις
με ραβδούχους καλοθρεμμένους καλόγερους
εικόνες από παλιές εκστρατείες και τυφεκισμούς
ήρωες με αυστηρά βλέμματα.

Άμες δε γ’ εσόμεθα
πληρωμένη εκπαίδευση
θεός αγέρας τα στοιχεία της φύσεως
κλειδωμένα στην αποχή σε χάλκινα θησαυροφυλάκια.
Αν έξαφνα σας γεννηθεί το ερώτημα
πως τα κατάφερε αυτός ο θνητός
μέσα σ’ αυτό το βαρύγδουπο διαπασών των ύμνων
να δραπετεύσει με αληθινό λαμπερό ήλιο
με αληθινές εξαρτύσεις του βίου
αν δεν μπορείτε να καταλάβετε
τι τον οδήγησε σ’ αυτό το τελευταίο διάβημα
που βρήκε την έξοδο αφού γύρω ήταν μπετόν
αφού γύρω τραγούδαγε η φοιτήτρια
ένα τραγούδι ιστορικό παλιών ηρώων
τότε δε θα ’χετε δει κάτι κρυφές μικρές πόρτες
όμως ολοφάνερες στα μάτια των ειδικών
δε θα ’χετε δει το ραγισμένο τοίχο.
Το ζήτημα έχει πια τεθεί:
Η θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε
όπως αυτός ο δραπέτης
η θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο
απέναντί τους.


VII
ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ

Θ’ ανοίξω το στόμα μου και θα γεμίσουν
οι κήποι με καταρράχτες.
Πάλι σας δίνω όραμα.
Εγώ πάντα σωπαίνω.

Πλήθος Σαδδουκαίων
Ρωμαίων υπάλληλων
μάντεις και αστρονόμοι
(κάποιος Βαλβίλος εξ Εφέσου)
περιστοιχίζουν τον Αυτοκράτορα.
Κραυγές απ’ τον προνάρθηκα του Ναού.
Τους ύπατους εγώ ανάδειξα στις συνελεύσεις
κι αυτοί κληρονομήσανε τα δικαιώματα
φορέσαν πορφυρού ατίθασο ένδυμα
σανδάλια μεταξωτά η πανοπλία
εξακοντίζουν τα βέλη τους εναντίον μου
η θέλησή μου που καταπατήθηκε
τόσους αιώνες.
Τους άλλους απ’ την πέτρα και το τείχος μου
καθώς νερό πηγής τους είχα φέρει
η θρησκεία τους μυστηριώδης δεισιδαιμονία
τ’ άλογά τους απ’ τον κάμπο μου·
δεν μου επέτρεψαν να δω τον Αυτοκράτορα
τους υπάτους δεν άφηναν να πλησιάσω
σε μυστικά συμπόσια και ένδοξα
τη θέλησή μου την καταπατήσανε
τόσους αιώνες.

Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι
η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο
πλήθος
μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου
για την καινούρια μακρινή μου ανάσταση
μαζεύω.
Η θέλησή μου που καταπατήθηκε τόσους
αιώνες.
Απ’ την φατρία των Εβιονιτών κραυγές:
Ο φευδο-Μάρκελος να παριστάνει το
Χριστό.

Τώρα κι εγώ υποψιάζομαι
όλο το πλήθος των αυλοκολάκων
όλους τους ταπεινούς γραμματικούς
τους βραβευμένους με χρυσά παράσημα
λεγεωνάριους και στρατηλάτες
υποψιάζομαι τις αυλητρίδες, τη γιορτή
τον πορφυρούν χιτώνα του πρίγκηπος
τους συμβουλάτορες και τους αιρετικούς
υποψιάζομαι συνωμοσία
νύχτα θ0α ρεύσει πολύ αίμα
νύχτα θα εγκαταστήσουν τη βασιλεία
τους
νέοι πρίγκιπες με νέους στεφάνους·
οι πονηροί Ρωμαίοι υπάλληλοι
του Αυτοκράτορος
ετοιμάζουνε κρυφά να παραδώσουν
να παραδώσουν τα κλειδιά και την υπόκλισή τους.

Άξαφνα η πόρτα μας άνοιξε.
Πρώτος κατέβαινε ο Αυτοκράτορας
με καινούρια στολή
ο νέος αρχιεπίσκοπος
ο υπουργός παιδείας και θρησκευμάτων
(η εργάτρια Ντούμπιοβα παρήγαγε
δεκαπέντε χιλιάδες ποτήρια).
Η θέλησή μου καταπατήθηκε τόσους
αιώνες.

Εγώ αντιπροσώπευα τα στρατεύματά της
Κορέας
των Γάλλων πατριωτών.
Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι
η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο
πλήθος
μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου
για την καινούρια άνοιξη.

Αντισταθείτε
στα κρατικά εκπαιδευτήρια
στη δουλειά με το κομμάτι
στην ποινή του θανάτου
ως και σε μένα τον αδιάφορο.

Είχανε εισχωρήσει Βησιγότθοι.
Υπάρχουνε προϋποθέσεις για μια καινούρια άνοιξη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου