Αγαπάω να περπατώ στους ίσκιους, γιατί μ΄ οδηγούν στον ήλιο!
Αγαπάω τον ήλιο, γιατί μου φανερώνει εσένα!
5.10.2022.
"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Αγαπάω να περπατώ στους ίσκιους, γιατί μ΄ οδηγούν στον ήλιο!
Αγαπάω τον ήλιο, γιατί μου φανερώνει εσένα!
5.10.2022.
Ανοιχτή η καρδιά μου σιμά σου,
Στῆς γειτονιᾶς τῆς φτωχικῆς
γυρίζει ὁ νοῦς μου τὰ στενά,
τὰ λυπημένα δειλινὰ
στοχάζομαι τῆς Κυριακῆς.
Μέσα στὴν κόκκινη ἀντηλιὰ
τὸ μαραμένο θηλυκὸ
δίχως ἐλπίδα καὶ μιλιὰ
ποτίζει τὸ βασιλικό.
Κανεὶς διαβάτης δὲν περνᾷ,
κανένα αὐτὴ δὲν καρτερεῖ
ποὺ στὸ μπαλκόνι ὀρθὴ φορεῖ
τὸ γιορτινό της τὸ γκρενᾶ.
Σὰ μοῖρα κάθεται μία γριά.
Στὸ φῶς μιᾶς πόρτας ρημαδιοῦ
μακραίνει ὁ ἴσκιος τοῦ παιδιοῦ…
Καμπάνα ἀκούγεται μακριά…
Στὸ σύννεφο τὸ βυσσινὶ
θὰ πέσει ὁ ἥλιος νὰ κρυφτεῖ.
Ψαλμὸς ἀκούγεται ἡ φωνὴ
τοῦ τελευταίου πραματευτῆ.
Ὅλα σταμάτησαν ἐκεῖ.
Ἀργεῖ πολὺ νὰ ῾ρθεῖ ἡ βραδιά…
Πῶς ἔχω τὴν ψυχὴ βαριά,
Τὸ δειλινὸ τὴν Κυριακή!
(ἀπὸ Τὰ θεῖα δῶρα)
Ω πόσο με νοιώθεις που με μια σου ματιά
ανατέλλει το φως κι αναδύεται ο κόσμος-
το κρυμμένο κάλλος του έγχρονου
κι η λαμπρότητα της ψυχής.
Μα δες:
Ένα τόσο δα, μια ασυνέχεια απειροελάχιστη,
κι όλα αλλάζουν:
θάνατος-ζωή.
Ένα τόσο δα, και να οι δυό μας!
Ένα τόσο δα, και να εγώ μοναχός!.
1.10.2014.
Αγέννητον εόν και ανώλεθρον-
κάπως έτσι το θαύμα.
Κι εμείς πάνω στη φλούδα του πλατάνου να γράφουμε ονόματα και να χαράζουμε σχήματα,
και το χέρι μας να κινεί η άχρονη Χάρη της,
καθώς ο ίσκιος της φιλάει τα βουνά και περνάει ψηλά στον τρύπιο βράχο,
εκεί όπου πέταξε ο αετός για του Καραϊσκάκη τα λημέρια
30.9.2014.
το ψωμί και το κρασί
για τη θεία κοινωνία,
τις νύχτες πλησίαζαν και μοιράζονταν
στην αγκαλιά της μεγάλης Μάννας,
κοντά στα διάσελα,
των άστρων τη μουσική,
τα όνειρα και την αγάπη τους για τη ζωή
και την αναμόρφωση του κόσμου του ανθρώπου,
αγρυπνώντας μαζί με τις έγνοιες και μεταλαβαίνοντας
το φως της νέας μέρας
που χάραζε πίσω απ΄τα βουνά.
26.9.2022.
Πόσο οικεία, τους ακούω να λένε,
μας είναι όλα εδώ.
Με θυμό τους κοιτάζω.
Καμιά οικειότητα τα πράγματα αυτά δε μου επιτρέπουν.
Ξένα μου είναι
κι η σκέψη τίποτα οικείο δε μου φέρνει.
και τίποτα τέτοιο σε οικείο δε μεταποιεί.
Οικειοποίηση καμιά.
Ξένος είμαι
και ξένος εδώ νοιώθω
και άπορος.
23/9/22
.. ἡλιάδες κοῦραι προλιποῦσαι δώματα νυκτός, εἰς φάος, ὠσάμεναι κράτων ἄπο χερσὶ καλύπτρας
Παρμενίδης (απ.Ι,9-10)
Το είδα,
και τα μάτια μου έκλεισε το θάμπος
που καταγωγή μαρτυρά θεϊκή κι αλλοτινών ζωγράφων ποίημα-
φανέρωμα προσώπου.
Ναι. Έτσι το είχα Φανταστεί [κι έτσι ήταν]
Εδώ στο ξέφωτο. Θηρίο ανήμερο, που δε λογαριάζει τον καιρό
και τον κόσμο σηκώνει γενναιόψυχα στο ύψος της καρδιάς
-δίχως τίποτα να έχει να ζηλέψει-
στου Ζυγού και στων αστερισμών τους σιτοβολώνες καλπάζοντας
με την κόκκινη σημαία υψωμένη ν' ανεμίζει
στάχια χρυσά μεριάζοντας και σκοτάδια παραμερίζοντας
το φως να φτάσει ως εδώ κι η θεία χάρη:
στην πλάτη της Γης όπου ακροπατά
βγάζοντας τις καλύπτρες της θεάς απ' το κεφάλι της
και της αξιοπρέπειας το βάρος επαναφέροντας στα ανθρώπινα.
Και ξάφνου ο πόντος βλέπεις απ' άκρη σ' άκρη από θυμό να συνταράσσεται
σαν το σπαθί της κατακόρυφα υψώνει
Ζωή αξιώνοντας κι Αλήθεια
και φως ιλαρό στο δείπνο των παραπεταμένων
κάτω απ΄την τρύπια στέγη
όπου φωτίζει ακόμη
εκείνο τ' άστρο: ο Αλδεβαράν.
21/22-9-22
Δε θα γνωρίσω ποτέ τα μάτια σου
γιατί μ' αυτά βλέπω
κι ονειρεύομαι
Χωρίς κόσμο
και χωρίς ουρανό
απόμεινα
επιμένοντας μοναχός
στο δεινόν της σχεδίας μου ταξίδι.
Εν μέσω της σκοτίας
και της ερημίας
επιχειρώ
προς το αχανές και τ' άσωτο σημαίνον
τ' απομακρυνόμενα σμήνη των αστέρων
τ' αμίλητα και πολυπληθή προκαλώντας
σκύβοντας πάνω στο γυμνό κορμί της
που φωτίζει το ναό
και ορίζει τη σιωπή του θεού
που μιλάει στις θαμπές εικόνες.
14/9/22