"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020
Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020
Μάρω Βαμβουνάκη
Υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες ανθρώπων.
Κατά κάποια έννοια το λέμε αυτό,
δεν υπάγεται βέβαια όλη η ανθρωπότητα σε αυτές μόνο τις τέσσερις κατηγορίες.
Εκείνοι που δεν αντέχουν τη μοναξιά.
Εκείνοι που νιώθουν ότι αντέχουν τη μοναξιά άμα χρειαστεί να το υποστούν.
Εκείνοι που αισθάνονται ότι αγαπούν τη μοναξιά.
Και κάποιοι που πιστεύουν πώς,
εντέλει,
μοναξιά δεν υπάρχει,
μια και παντού βρίσκεται ο Θεός.
Ή πρώτη κατηγορία φαίνεται να είναι η πιο αδύνατη.
Οι άνθρωποι που φοβούνται τη μοναξιά κάνουν τις πιο απερίσκεπτες,
τις πιο σπασμωδικές,
και ως εκ τούτου,
τίς πιο επικίνδυνες επιλογές.
Διότι αν δεν μπορείς να μένεις,
στην ανάγκη έστω,
μόνος,
αν φοβάσαι τον κενό από άλλα πρόσωπα χώρο και χρόνο σου,
τότε εξαναγκάζεσαι να υποχωρείς όλο και σε μεγαλύτερους συμβιβασμούς,
να χάνεις το έδαφος κάτω από τον ασταθή βηματισμό σου.
Συμβιβασμούς στις φιλίες,
στον έρωτα,
στο επάγγελμα,
στον γάμο,
με τα παιδιά σου,
με τους γονείς σου (λάθος μου που το αναφέρω τόσο πίσω,
αφού η γονεϊκή σχέση δεν είναι μόνο συνέπεια αλλά κατά κανόνα αιτία της αδυναμίας σου),
με τους γείτονες,
με τους άλλους οδηγούς στον δρόμο,
με κάθε πλάσμα που διασταυρώνεσαι.
Θίγεται τότε και αλλοιώνεται η αληθινή σου οντότητα που δεν αντέχει να συναισθανθεί ποια όντως είναι.
Δεν έχει καιρό,
αφού η μόνη της έγνοια παραμένει – όλο και πιο επιτακτική – μία :
να κυνηγώ κάποιους και να είμαι κοντά τους,
μήπως ξεμείνω φοβισμένος μέσα στην ανυπόφορη μοναξιά.
Όμως,
η βαρύτερη αιτία ανθρώπινης δυστυχίας δεν είναι ο πόνος,
ή ματαίωση,
ή ερήμωση,
ή αρρώστια,
ή φτώχεια και όσα δεινά φέρνει σε όλους η ζωή.
Ή μεγαλύτερη αιτία δυστυχίας μας είναι ο συμβιβασμός,
οι συμβιβασμοί που κάνουμε.
Διότι τα πιο μεγάλα χαρίσματα που δόθηκαν στην ύπαρξη για να ζήσει με πληρότητα είναι δύο :
η αγάπη και η ελευθερία.
Πρώτα η ελευθερία και ύστερα η αγάπη,
αφού μόνο στον βαθμό που είσαι ελεύθερος μπορείς να αγαπάς.
Είναι μεγάλος μετρητής ευτυχίας το ερώτημα :
Πόσο ελεύθερος είμαι;
Πόσο αγαπώ;
Υπάρχουν άραγε πολλοί που αντέχουν να απαντήσουν έντιμα ;
Με μια σχετική ακρίβεια έστω ;
Όλο το λέμε και το ξαναλέμε ότι φόβος μοναξιάς είναι φόβος του εαυτού.
Κατά βάθος τρομάζουμε να συνομιλήσουμε με την ψυχή μας,
όσο μάλιστα περνούν τα χρόνια και πληθαίνουν οι συμβιβασμοί,
οι απωθήσεις,
οι δειλίες,
οι λαθεμένες και αναίτιες στην ουσία υποχωρήσεις μαζεύεται εντός μας μία υπόγεια αποθήκη που δύσκολα πια καθαρίζεται.
Δύσκολα μπαίνεις εκεί στο μισοσκόταδο,
να ψάξεις,
να ψαύσεις και να βάλεις κάποια τάξη.
Εκεί είναι σκεπασμένοι οι καθρέφτες με τα λευκά σεντόνια του πένθους,
που ρίχνουν πάνω στο ασήμι οι τεθλιμμένοι στο σπίτι ενός νεκρού,
μια και πένθος θυμίζει ένας χαμένος εαυτός.
Όσο κι αν θέλει να αγαπήσει ένας χαρακτήρας που τρομάζει υπερβολικά με τη μοναξιά,
η εξάρτηση και η ανάγκη είναι τόσο μεγάλες που η γνήσια αγάπη περνάει σε δεύτερο πλάνο.
Ή αγάπη όμως είναι μονάχα του πρώτου πλάνου – πίσω από κάτι άλλο,
πληγωμένη εξαφανίζεται.
Η αγάπη,
και η πιο ταπεινή,
είναι το πιο περήφανο από τα αισθήματά μας.
Από την άλλη,
ένας χαρακτήρας αναγκεμένος, ένας χαρακτήρας εξαρτημένος,
πνίγει και ενοχλεί εκείνον με τον οποίο θέλει να σχετίζεται.
Ένας τέτοιος τύπος μπορεί να βολεύει τον άλλο με τις εξυπηρετήσεις ή τις κολακείες που πρόθυμα χαρίζει,
όμως δεν του εμπνέει εκτίμηση.
Είναι μεγάλης αξίας να μπορείς να λες – και να το εννοείς :
«Είμαι μαζί σου εφόσον συμπλέουμε όμορφα,
αλλιώς φεύγω !
Δεν είναι ότι παύω να σε αγαπώ,
να σε βοηθάω,
αλλά μπορώ να σε αγαπώ και από μακριά !
Μπορώ να σε νοιάζομαι και από μακριά,
αλλά δεν θέλω να σε συναναστρέφομαι !
Το κοντά - κοντά μου χαλάει τον χαρακτήρα μου,
το κοντά μάς λερώνει την αθωότητά μας».
Υπάρχουν μάλιστα κάποια πρόσωπα δικά μας που μόνο από απόσταση μπορεί να τους αγαπά και να τους κατανοεί κανείς.
Κοντά τους και για διάφορους λόγους είναι λες και η φύση ταράσσεται,
ξεπερνάει τις ανθρώπινες συνήθεις αντοχές το να παλεύεις με στοιχεία του χαρακτήρα τους.
Δίχως όρια στις ανταλλαγές μας δεν είμαστε αξιαγάπητοι,
είμαστε μπελάς και ρεζιλίκι.
Το πολύ πολύ,
και το έσχατο,
προσφερόμαστε ως ένα αντικείμενο χρήσης.
Κάθε είδους χρήσης και ανάλογα με την περίσταση.
Καταντούμε,
άνθρωπος -πουρές
που έλεγε ο μπαμπάς μου,
παίρνουμε το σχήμα τού όπου μας βάζουνε.
Άσχημος δεν είναι ο δίχως δικό του προσωπικό σχήμα;
Ακόμη και οι γονείς,
που όλο υποχωρούν και κάνουν στα παιδιά τους ό,τι ζητήσουν και ό,τι είναι γνήσιο και αληθινά καλό,
με τα χρόνια καταντούν αντικείμενα των παιδιών τους.
Τα παιδιά μπορεί να τους χρησιμοποιούν – έτσι τα έμαθαν,
όμως παράλληλα τους θυμώνουν,
τα απογοητεύουν,
τα εκνευρίζουν διότι από νωρίς καταλαβαίνουν ότι έχουν γονείς χωρίς χαρακτήρα,
χωρίς προσωπικότητα.
Πού να στηριχθούν κι αυτά ;
τί να τα οδηγήσει όσο μεγαλώνουν ;
Τέτοιοι «τρυφεροί» γονείς τα μπουκώνουν με δωρεές και ευκολίες,
όμως δεν τα εμπνέουν να τους σέβονται,
να τους υπολογίζουν,
να θέλουν να τους μιμηθούν.
Δεν υπάρχει μέτρο,
σταθμά και αλφάδι σε τέτοιες ανακατωμένες οικογένειες,
τα παιδιά θα εξελιχθούν ασύμμετρα,
δυσαρμονικά, δυσλειτουργικά,
και σίγουρα εξαρτημένα από πρόσωπα και πράγματα,
έξω από το ταραγμένο οικογενειακό σπίτι.
Χρειάζονται αγώνες για να χτίζεις αυθεντικές σχέσεις.
Γιατί είναι μεγάλος αγώνας το να ρισκάρεις,
αν χρειαστεί,
απώλειες.
Όμως το ρίσκο είναι προϋπόθεση της ειλικρίνειας,
βασική προϋπόθεση ελευθερίας.
Προϋπόθεση γνήσιας σχέσης τελικά.
Ο Χριστός λέει αιωνίως εκείνο το δυσνόητο για τον μαλθακό τρόπο που θέλουμε να ζούμε :
Για να κερδίσεις την ψυχή σου πρέπει να την χάσεις.
Όποιος δεν αντέχει τον χαμό είναι μονίμως χαμένος.
Μάρω Βαμβουνάκη
Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020
Ορφέας Περίδης - Διανοούμενοι της πέρα χώρας (Official Audio Release HQ)
Στίχοι: Παύλος Σιδηρόπουλος, Μουσική: Δημήτρης Καρράς
Διανοούμενοι φτάσανε
από την Πέρα Χώρα
μ’ ανακωχής μηνύματα
και με θανάτου δώρα.
Η λύση που μας πρόσφεραν
τρύπια και μπαλωμένη
έμοιαζε μ’ άρρωστη γριά
που λιώνει ξεχασμένη.
Φριχτά κατασκευάσματα
του αφέντη χαρατσάρη
σύρθηκαν μπρος μας ψέλνοντας
παλιό γνωστό τροπάρι.
Φίλοι μου είπαν ξεψύχισεν
η κόρη π’ αγαπάμε
και τώρα είν’ ανώφελο
γι’ αυτή να πολεμάμε.
Τα λόγια τους μας φάνηκαν
κούφια και μουχλιασμένα
κι εντομοκτόνο ρίξαμε
στα μούτρα του καθένα.
Τότε μόνον κατάλαβαν
πόσο ήταν γελασμένοι
πως λάθος πόρτα χτύπησαν
και φύγαν μουδιασμένοι.
Καλά τα καλαμπούρια τους
ωραία κι η βαφή τους
μα ηλίθιες οι φάτσες τους
ηλίθια κι η γραφή τους.
Εδώ πια δεν περνάνε αυτά
το παραμύθι ας μένει
είμαστε εμείς οι νικητές
εμείς κι οι νικημένοι.
Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020
Abba - Mamma Mia (Official Video)
I've been cheated by you since I don't know when
So I made up my mind, it must come to an end Look at me now, will I ever learn? I don't know how but I suddenly lose control There's a fire within my soul Just one look and I can hear a bell ring One more look and I forget everything, whoa Mamma mia, here I go again My my, how can I resist you? Mamma mia, does it show again? My my, just how much I've missed you Yes, I've been brokenhearted Blue since the day we parted Why, why did I ever let you go? Mamma mia, now I really know My my, I could never let you go I've been angry and sad about things that you do I can't count all the times that I told you we're through And when you go, when you slam the door I think you know that you won't be away too long You know that I'm not that strong Just one look and I can hear a bell ring One more look and I forget everything, whoa Mamma mia, here I go again My my, how can I resist you? Mamma mia, does it show again? My my, just how much I've missed you Yes, I've been brokenhearted Blue since the day we parted Why, why did I ever let you go? Mamma mia, even if I say Bye bye, leave me now or never Mamma mia, it's a game we play Bye bye doesn't mean forever Mamma mia, here I go again My my, how can I resist you? Mamma mia, does it show again? My my, just how much I've missed you Yes, I've been brokenhearted Blue since the day we parted Why, why did I ever let you go? Mamma mia, now I really know My my, I could never let you go
Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020
Μάνος Χατζιδάκις - Η μπαλάντα του Οδοιπόρου
Στίχοι, Μάνος Ελευθερίου
Βλέπω πλήθος κόσμο να κυλά
μα ψυχή δε μου χαμογελά
στα κρεβάτια τ’ άρρωστα παιδιά
και στα δέντρα ξερά τα κλαδιά.
Την αγάπη πέταξα σ’ ένα βυθό
και το φόβο μου έστρωσα να κοιμηθώ.
Βρίσκω τάφους κι έναν κόσμο
που δεν πονά.
Όπου πάω κι ένα λάθος
με τυραννά.
Ποιος προφήτης τώρα θ’ ακουστεί
σα φωνή σε στέρνα κλειστή;
Σ’ έναν κόσμο άδειο κι ορφανό
ποια κραυγή απ’ τον ουρανό;
Τα πουλιά παράτησα στις ερημιές
και το φως σπατάλησα στις γειτονιές
Δεν τον θέλω και φοβάμαι
το γυρισμό.
Δες ποιος είμαι πού πηγαίνω
για το χαμό.
μα ψυχή δε μου χαμογελά
στα κρεβάτια τ’ άρρωστα παιδιά
και στα δέντρα ξερά τα κλαδιά.
Την αγάπη πέταξα σ’ ένα βυθό
και το φόβο μου έστρωσα να κοιμηθώ.
Βρίσκω τάφους κι έναν κόσμο
που δεν πονά.
Όπου πάω κι ένα λάθος
με τυραννά.
Ποιος προφήτης τώρα θ’ ακουστεί
σα φωνή σε στέρνα κλειστή;
Σ’ έναν κόσμο άδειο κι ορφανό
ποια κραυγή απ’ τον ουρανό;
Τα πουλιά παράτησα στις ερημιές
και το φως σπατάλησα στις γειτονιές
Δεν τον θέλω και φοβάμαι
το γυρισμό.
Δες ποιος είμαι πού πηγαίνω
για το χαμό.
Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020
Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020
Σπύρος Ποταμίτης
Χλωμό σαν ξεφτισμένο όνειρο ήρθε το δειλινό.
Στην ακμή της μέρας, που σπάραζες, αθωότητα
έσταζαν τα μαλλιά σου, αγγιξιές ήμερων θηρίων.
Σε τι ελπίζεις αγαπημένε της λησμονιάς άνθρωπε;
Τα δάκρυα σου ακόμα ανάνθιστα στις αγκαλιές
που πόθησες το δώρο της ζωής, λίμνες ποταμών
σταματημένων καιρό, στην ωκεάνια τους έξοδο
βυθίζουν τον πόνο τους, νύχια μοιρών στη χαρά
που σαλάγησε στο πέτο του πένθους νια δόξα σοι.
Επίορκες ευτυχίες κι αμόλυντα μιαρά χάδια ελέους
επωάζουν οι μακρινές νύχτες στο σεντούκι σου…
Λίγη ζωή, πολύ θάνατο και μύρια ωσαννά ψεύδους!
Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020
Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2020
Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020
Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020
Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020
Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020
Γιώργος Μάνος, ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΗΤΑΝΕ ΑΛΛΙΩΣ
Τότε που οι επιδημίες
θέριζαν τους πρόσφυγες
και δεν υπήρχε βοήθεια από πουθενά.
Δε διάβηκαν πολλές ημέρες, κι έπεσε καινούργιο θανατικό, η βλογιά. Μεγάλος συρμός. Τους βαρεμένους τους σφάλιζαν σε καραντίνα, απάνω στο μοναστήρι του Αϊ-Γιώργη, για να μην κολλήσουνε κι οι άλλοι. Οι πεθαμοί αμέτρητοι. Κάθε φαμίλια είχε, άλλη ένανα, άλλη δυο κι άλλη πιότερους αποθαμένους. Τα κλάματα στο χωριό δε σταματούσανε μήτε την ημέρα μήτε τη νύχτα.
Ήτανε απόγιομα, όντας η Γιορδανιώ μου παραπονεύτηκε ότι πονούνε τα ποδαράκια της. Όσο να νυχτώσει, το κορμάκι της κόρωσε κι ούλην τη νύχτα το παιδί ψένουνταν στον πυρετό. Ξημερώθηκε με κομπρέσες. Την άλλην ημέρα, δε βγήκε όξω. Πλάγιαζε. Τήνε πόνηγε η κοιλιά κι ούλο της το κορμί. Δε χρειάζουνταν πιότερα σουμάδια. Βλογιά! Μας έπιασε τρόμος! Στη βδομάδα χειροτέρεψε. Το στόμα της και το μουτράκι της γιόμισαν σπυριά. Καταπόδι της, κόλλησα κι εγώ. Αναγκαστικά, κι εμείς καραντίνα στον Αϊ-Γιώργη. Ταμάμ που εγώ γύρισα κομματάκι στο καλό, μας φέρνουνε και τον Τριαντάφυλλο, το μικρόνα μ’. Με ήρχουνταν τρέλα! Συνάμα, τα σπυριά της Γιορδανιώς γένηκαν φούσκες με όμπυο, ξεράθηκαν, και το μουτράκι της γιόμισε κάκαδα. Μέρα με την ημέρα το παιδί χάνουνταν. Δεν μπόρειε νε να μιλήσει νε να σηκωθεί. Εγώ καλυτέρεψα, μα δεν ήθελα να έβγω όξω και ν’ αφήκω τα παιδιά μοναχά τους. Ο παπ’-Ανέστης, παρόλο τον πόνο του απ’ το χαμό του παιδιού του, έκαμνε κάθα ημέρα παράκληση και διάβαζε τα τροπάρια της Αγια-Βαρβάρας. Πέρασε κι εκείνη αυτήνα την αρρώστια. Το στάρι που ρίχνουμε, λέει, στη «Βαρβάρα», είναι για να μας θυμίζει τα σπυριά που είχε στο κορμί της. Σε καναδυό μέρες, ο Τριαντάφυλλος σαν να συνήρθε, μα η Γιορδανιώ, αντίς καλά, χειρότερα. Στις δεκαπέντε μέρες, ο χάρος μάς βάρεσε μεσάνυχτα την πόρτα κι έκοψε το πιο έμορφο λουλούδι του μπαχτσέ μας, προτού κλείσει τα δεκαεφτά.
Στη φαμίλια μας έπεσε πόνος ασήκωτος. Η Φωτεινή, η φουκαριάρα, δεν ήτανε στα λοϊκά της. Ένα μοιριολόι απ’ το πρωί ώσαμε το βράδυ. Νε έτρωγε νε ήπινε κι ούλο με τη Γιορδάνα «κουβέντιαζε». Τα ρουχάκια της κράταγε, τα τραγούδαγε, τα φίλαγε, και μέσα σ’ ένα σεντούκι τα έβαζε. Κι όσο να τα βάλει, τα έβγαζε πάλε όξω και τα κράταγε αγκαλιά. Κι αποκεί που την έκρενε σαν να ήτανε ζωντανή, το γύρναγε στο κλάμα και στα μοιριολόγια. Το πρωί, πάλε, ζωντανή έλεγε που την είδιε, κι ας μη σφάλισε μάτι ούλη νύχτα. Και κάθα ημέρα, αυτό το βιολί γένουνταν.
Τα παιδιά, μαραμένα, ξεμοναχιάζουνταν και κάθουνταν με τις ώρες αμίλητα, ξέμακρα απ’ τ’ άλλα παιδιά.
Εγώ είδια τη γης να φεύγει κάτ’ απ’ τα ποδάρια μου. Ίσαμ’ εκείνην την ώρα, μπορεί να έχασα Πατρίδα, να έχασα βιος, μα δεν βαρυγκώμησα. Έλεγα θα παλέψουμε και θα τα καταφέρουμε. Θα γενούμε πάλε νοικοκεραίοι. Φτάνει να είμαστε γεροί. Έκαμα εβδομήντα μέρες πορπάτημα, και τα ποδάρια μου βάστηξαν. Και μέσα σε μια βραδιά, γονάτισα. Με το χαμό της Γιορδανιώς μου, μεμιάς ούλα άλλαξαν. Δεν είχα νου για τίποτα. Έβγαινα με το κοπάδι στη βοσκή και δεν ήθελα να γυρίσω. Από τότες, το φαρμάκι απ’ το στόμα μου δεν έφυγε κι ούτε θα φύγει. Κι όμως! Άμα ήμασταν στην Πατρίδα, η κοπέλα μου σήμερις θα ήτανε εν τη ζωή.
362Εσείς, Δέσποινα Στεφανίδου, Αστερίου-Καβάζη Κατερίνα-ΙΙ και 359 ακόμη
66 σχόλια
33 κοινοποιήσεις
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)