Σε τόση απεραντοσύνη καθώς σιγάλιαζε
το μικρό του μπάτη ανέμισμα, τα μαλλιά
των κοριτσιών σκέφτηκα που πότε ξανθά
και πότε με του τοπαζιού το χρώμα ήρθαν
φέρνοντας τρανά μαντάτα κι ω! ορμήνιες
τις γερασμένες πλεξούδες πια του χρόνου.
Ανάγλυφα από του Αυγούστου τις σπηλιές
λαχταριστά κορμιά με κερασένια χείλη
που μου γελούσαν κι έκανε φως η αυγή
από τα βάθη των ψυχών το κρύο σκοτάδι
να δει, ν’ αγγίξει, να μιλήσει η φωνή μου
φθινόπωρο κίτρινων φύλλων τις αγάπες.
Κι ήταν ωραία η θάλασσα νωπή ακόμα
απ’ του κυμάτου την ανατριχίλα νια ζωή
πάνω στα ξάρτια των πελαγίσιων ρότων
που έφερναν μέσα στη δύση του ήλιου
νοσταλγικά φεγγάρια, αρώματα αγκαλιάς
και των φιλιών σου τα αξέχαστα γινάτια…