Share

Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΟΥ ΟΜΟΡΦΟ Του Κώστα Τσιαντή




Περί το τέλος της δεκαετίας του '50 πρόβαλε στην άκρη του χωριού το νέο κτίριο του σχολείου. Τόχτισε, με το ενεργό ενδιαφέρον των κατοίκων του χωριού και των δασκάλων του, ο Φώτης Τσιρπέλης που ήρθε με το συνεργείο του από τ' Αλέστια. Καμαρώναμε τη θωριά του. Ηλιόλουστη η αίθουσα διδασκαλίας, ήταν υπαραρκετή για τα τριάντα περίπου παιδιά (αγόρια και κορίτσια) που πηγαίναμε σχολείο. Δίπλα της, ήταν το γραφείο του δασκάλου. Εξωτερικά, η αυλή που αγνάντευε τη Χελιδόνα και την Καλιακούδα  με σύνορο στα πόδια της την Αγία Παρασκευή. Στη νοτιοανατολική πλευρά, δίπλα στο σχολικό κήπο, παίζανε κουτσό και σχοινάκι τα κορίτσια. Στη βοριοανατολική πλευρά παίζανε ''μακριά γαϊδούρα'', τσιλίκι και μπάλα τ' αγόρια.
'Οπως  το όριζε η εποχή, το σχολείο βασιζόταν στην παλιά παιδαγωγική: στις αρχές της αυστηρότητας, της πειθαρχίας ή του φόβου. Τί κι αν στο νέο  διδακτήριο είχα δάσκαλο τον Καραβέλα στην πέμπτη τάξη και στην έκτη τον αδελφό μου; H σκιά του φόβου με άγγιζε και  άδηλα με πίεζε μέσα μου. Χρειάστηκε να περάσουν κάποια χρόνια μέχρι να διαβάσω ο ίδιος πως η θρησκεία μας  ερμήνευε το "φόβο θεού'' ως αρετή. Και ήταν τότε  που κατάλαβα πως ήταν με τη θεία ευλογία (έτσι κατάλαβαν και χρησιμοποίησαν το θεό οι άνθρωποι!) πούπεφτε η βέργα και βουρδούλιαζε τις τρυφερές νεανικές παλάμες.

Οι αρχές με τις οποίες λειτουργεί ένα παιδαγωγικό-διδακτικό σύστημα δε βρίσκονται βέβαια στην διακριτική ευχέρεια του δασκάλου/ συμπλέουν με τον γενικότερο προσανατολισμό του κράτους και της κοινωνίας, που η τήρησή του επιβλέπονταν εκείνο τον καιρό από  τον επιθεωρητή. Μόνο έτσι θα μπορούσε κανείς  να καταλάβει λ.χ. γιατί το ελληνικό κράτος δεν είχε εισαγάγει την τεχνολογική δραστηριότητα στο πρόγραμμα  γενικής παιδείας του πληθυσμού (αντίθετα, είχε αποδεχτεί να την εισάγει από το εξωτερικό), όμοια όπως το τμήμα έρευνας και ανάπτυξης καινοτομιών δεν υπήρχε στις ελληνικές επιχειρήσεις (εκτός ίσως θαυμαστών εξαιρέσεων). Η επιβολή δηλαδή πάνω στο ελληνικό κράτος της πολιτικής των ξένων δυνάμεων συνοδευόταν πάντα και από την παιδαγωγική της,  την οποία δεν ήταν εφικτό να την ανατρέψει ο μεμονωμένος δάσκαλος.
Οι χωριανοί αγαπούσαν το σχολείο και σέβονταν τους δασκάλους του. Παρείχαν έτσι φιλοξενία ετήσια σε κάθε ξένο δάσκαλο που ερχόταν να υπηρετήσει στο χωριό και συνάμα ημερήσια δωρεάν διατροφή μεσημέρι-βράδυ. Απ΄την άλλη μεριά, το έργο του δασκάλου σ' ένα ορεινό χωριό με διευρυμένες ανάγκες  ήταν ιδιαίτερα σύνθετο. Το έβλεπα στον πατέρα μου που τον είχα δάσκαλο ως και την τετάρτη δημοτικού. Κάναμε τότε μάθημα στο παλιό σχολείο το οποίο στεγαζόταν δωρεάν στο σπίτι του Αντώνη Ζαχαρόπουλου (που βρισκόταν στην Πάτρα). Στο ίδιο κτίριο στεγάζονταν και το νυχτερινό σχολείο (για όσους δεν είχαν πάει σχολείο ή δεν είχαν πάρει απολυτήριο). Το έβλεπα επίσης και στον αδελφό μου που πριν έρθει να διδάξει στο χωριό (τον είχα δάσκαλο στην έκτη) υπηρετούσε στ' Αμπέλια (το διπλανό χωριό) όπου πρωτοστάτησε στην ανέγερση του εκεί διδακτηρίου στο οποίο και δίδαξε ενώ παράλληλα λειτούργησε και το νυχτερινό σχολείο (στο σπίτι του αγαπητού μας θείου  Ζήσιμου Δουλαβέρη).
Το έργο του δασκάλου στο μονοθέσιο σχολείο περιλάμβανε τότε τη διδασκαλία όλων των μαθημάτων σε όλες τις τάξεις. Πέρα όμως από το διδακτικό έργο και τις ενέργειες για το σχολείο και τα διδακτικά μέσα, ο δάσκαλος έπρεπε να φροντίσει και για τη λειτουργία των μαθητικών συσσιτίων/γευμάτων, να λάβει ενεργά μέρος στα εκπαιδευτικά συνέδρια, να διευρύνει τις μαθησιακές εμπειρίες των μαθητών (με το σχολικό κήπο, τις επισκέψεις στο μήλο του χωριού, τις εκδρομές στο βουνό1, τη δημιουργία θεατρικών παραστάσεων, τις απαγγελίες ποιημάτων κλ.π), αλλά και να πρωτοστατήσει στην κινητοποίηση υπηρεσιών, ανθρώπων και κατοίκων για τα έργα του χωριού και πρώτιστα τη διάνοιξη του δρόμου  που ξεκίνησε  το '58 ως μονοπάτι.

Οι καλές επιδόσεις του σχολείου και οι προσπάθειες των δασκάλων του φαίνονται απ΄ τον αριθμό των παιδιών που πετύχαιναν κάθε χρόνο στο γυμνάσιο (στον Καρπενήσι και τον Προυσσό-Κατσάμπειο) καθώς επίσης και από τους χαρακτήρες που διέπλαθαν.
Το κοινωνικό ενδιαφέρον των δασκάλων μου άρεσε  ιδιαίτερα, γι αυτό και έκανα ό,τι μπορούσα να είμαι παρών στα έργα που γίνονταν, όπως στην κατασκευή της γραμμής του τηλεφώνου που ερχόταν από την Αντράνοβα,  στην κατασκευή του υδραγωγείου από το Χειρόλακο2, αλλά και στη διάνοιξη του μονοπατιού προς τα Διπόταμα- με τους τεχνίτες κρεμασμένους στους βράχους3 κρατώντας στο χέρια τη βαριά και το κοπίδι προκειμένου ν' ανοίξουν την τρύπα για τα εκρηκτικά.  Κάποια στιγμή μάλιστα, θυμάμαι, μου είχε κάνει τόση εντύπωση η μαστοριά με την οποία ο Νίκος Ζαχαρόπουλος διαμόρφωνε κι έχτιζε ένα τοιχίο σ΄ένα ρέμα, έτσι που απ΄την  προσήλωσή μου αφαιρέθηκα και παραλίγο να βρεθώ ξαφνικά στο ποτάμι.
Παρά το ευρύ φάσμα των δραστηριοτήτων που γίνονταν γύρω μου διαισθανόμουν ωστόσο πως το παραδοσιακό σχολείο (η παλιά παιδαγωγική) δε με χωρούσε. Κάτι άλλο γύρευα,  κάτι που δεν ήξερα ούτε να το σχηματοποιήσω ούτε  να το εκφράσω.  Σαν ιχνηλάτης έμοιαζα του αγνώστου, ενδεχομένως αυτού που ονομάζουν σήμερα ανθρώπινο κεφάλαιο και το οποίο το στηρίζουν στη δυνατότητα κάθε παιδιού να εκφράσει τα ενδιαφέροντα και τις κλίσεις τους και να πραγματώσει τον εαυτό του.
Ναι. Έμαθα στο σχολείο ό,τι μπορούσα να μάθω, αλλά δεν το χάρηκα. Έτσι κάποια μέρα ο Σπαθούλας4, ο Γιάννης του Λούκα5, τα Λιτρόπουλα6 και το Σκανδαλάκι (όπως με λέγαν οι μεγαλύτεροι) αποφασίσαμε να φύγουμε από το χωριό: να πετάξουμε τις τσάντες μας στο ποτάμι και να πάμε γι' αλλού: άλλος (όπως εγώ) για Καρπενήσι (όπου πήγαινε στο Γυμνάσιο η αδελφή μου Ελένη μαζί με την Ευαγγελία- τη γυναίκα αργότερα του αδελφού μου) κι άλλος για Αθήνα (όπου υπήρχαν για τον καθένα αδέλφια ή συγγενείς). Ήμασταν στην τετάρτη με πέμπτη τάξη του δημοτικού.
Ένα απόγευμα ξεκινήσαμε. Πήραμε το παλιό μονοπάτι για το Δερμάτι. Αλλά καθώς περάσαμε απ΄τις Ραϊσπλές (rise place το λέω) άρχισε να βρέχει. Όσο προχωρούσαμε στο γκρεμό η βροχή δυνάμωνε και κάποια στιγμή ακούσαμε κουβέντα. Επέστρεφαν η ξαδέλφη μου η Γιωργούλα7 και η μάνα της- η θειά η Μήτσαινα- απ΄τα μαντριά έτσι που σε λίγο θα βρισκόμασταν πρόσωπο με πρόσωπο χωρίς να ξέρουμε τι να πούμε. Φοβηθήκαμε. Να ξεστρατίσουμε μεσ' το γκρεμό ή να κρυφτούμε δεν υπήρχε τρόπος. Γυρίσαμε πίσω. Αλλά μέχρι να γυρίσουμε κατέβασε το μεγάλο ρέμα σέρνοντας πέτρες, χαλίκι και κοκκινόχωμα. Τρέξαμε στα πλατάνια και σπάσαμε κα'να δυο γερά ίσια και μακριά κλαδιά. Τα καθαρίσαμε και τα φέραμε στο ρέμα. Εκεί, οι δυο τρεις από μας κρατώντας σφιχτά το ένα τους άκρο, είπαμε στον πιο τολμηρό να πιαστεί από τ' άλλο καθώς το απλώναμε πάνω απ΄το ρέμα. Κι εκείνος, κρατημένος γερά κι ακροπατώντας σε κάποια πέτρα ενδιάμεσα, μπόρεσε και μ' ένα πήδημα πέρασε απέναντι. Ανάλογα κάναμε από την άλλη μεριά. Τα καταφέραμε! Η βροχή συνέχιζε να πέφτει καταρρακτωδώς. Φτάσαμε στα σπίτια μας μούσκεμα ως το κόκκαλο. Έτρεξαν να μας συναπαντήσουν οι δικοί μας. Κανείς τους δεν έβγαλε κουβέντα. Ούτε τότε ούτε καμιά άλλη μέρα. Είχαμε κάνει ένα βήμα για να ξεπεράσουμε το φόβο. Δεν πέρασαν πολλές μέρες κι ακούσαμε απ' το δάσκαλο την είδηση πως ο πρώτος δορυφόρος (Sputnic) είχε τεθεί σε τροχιά γύρω απ΄ τη γη 8. Είχαμε μπει στην εποχή του διαστήματος. 

1 Στην Καψοκάπη συνήθως
2 Παράλληλα προς την προσωπική  εργασία των χωριανών το έργο βοήθησε οικονομικά από την Αμερική  (για την τοποθέτηση των σωλήνων) ο Δημήτριος Μαραγούσιας (αδελφός του ''φσαλοκώστα'')
3 Κώστας Δ. Τσιαντής, Δημήτριος Σταμπολίτης, Χρήστος Ζαχαρόπουλος, Τριαντάφυλλος Ζαχαρόπουλος, Γεώργιος Δ. Τσιαντής, Βαγγέλης Δ. Τσιαντής, Διονύσιος Τσιμπογιάννης, Βασίλης Κ. Κατσίνης (εποπτεύων στο μονοπάτι ήταν ο Σπύρος Δ. Τσιαντής).
4Υποκορειστικό του Κων/νου Σ. Τσιμπογιάννη
5Υποκορειστικό του Ιωάννη Κ. Τσιμπογιάννη
6Τα αδέρφια Θανάσης και Γιώργος Τσιπάς, του Σταύρου και της Ελένης.
7Γεωργία Δ. Τσιαντή, κόρη της Κωνσταντίνας Δ. Τσιαντή και σύζυγος Κων/νου Κατσίνη.
8 Εκτοξεύτηκε 4 Οκτωβρίου 1957 από τη Σοβιετική Ένωση. Είχε βάρος 84 κιλά και περίοδο περιστροφής 96 λεπτά περίπου.

Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Χάρις Αλεξίου - Μια Φωνή - Official Audio Release





Μουσική Δημήτρη Παπαδημητρίου

Στίχοι Γιώργου Κορδέλλα



Μια φωνή με ξυπνά

Σε αυλή κλειστή
Σε κρυψώνες, σκεπές
Μύχιες χορδές ακουμπάς

Χρόνε αλχημιστή
Λύτρα, δάκρυ, φωτιά
Ποια μυστικά αναπάντητα ζητώ;

Θα 'ρθω να σε βρω
Κόντρα στον καιρό
Μη μου χαριστείς
Να μ' εμπιστευτείς

Μια φωνή με ξυπνά
Σαν φουσκοθαλασσιά
Στης σελήνης το φως
Στων λογισμών τη θηλιά

Σαν απουσίας κεντρί
Και του ονείρου σκιά
Μια αγκαλιά χίλια τραύματα μετρώ

Θα 'ρθω να σε βρω
Κόντρα στον καιρό
Μη μου χαριστείς
Να μ' εμπιστευτείς

Βασίλης Παπακωνσταντίνου - Μη φύγεις | Vasilis Papakonstantinou - Mi fi...


Δίσκος: Θάλασσα στη σκάλα
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος Στίχοι: Οδυσσέας Ιωάννου Μη φύγεις, άμα δε γυρίσεις, ψέμα οι χρισμοί του δράματος. Δεν έχει τίποτα να λύσεις, όλα ζωή και θάνατος. Αυτό που νιώθω, όταν γελάω, εσύ το νιώθεις, όταν κλαις κι όσα με ζόρια εγώ περνάω, εσύ τα βλέπεις αμμουδιές. Μονάχα αυτό κατάλαβα απ' όλο το ταξίδι, πως όσο αλλάζουμε ζωή, τόσο μένουμε ίδιοι. Δεν έχω κάτι να σου πω, τι να σου εξηγήσω, νύχτα με παίρνουν τα όνειρα, νύχτα με φέρνουν πίσω. Τα καλοκαίρια μόνο ξέρουν να μας γλυκαίνουν τους καιρούς κι όσο τα δυο μας μάτια θέλουν, αυτά μας κάνουν κυνηγούς. Τώρα τα βλέπω όλα απλά σαν αλητάκος σκύλος, όπως γελάνε τα παιδιά και όπως σκάει ο ήλιος. Μονάχα αυτό κατάλαβα απ' όλο το ταξίδι, πως όσο αλλάζουμε ζωή, τόσο μένουμε ίδιοι. Δεν έχω κάτι να σου πω, τι να σου εξηγήσω, νύχτα με παίρνουν τα όνειρα, νύχτα με φέρνουν πίσω.

Τρίτη 23 Απριλίου 2019

Μήν κλαίς

Καθρέφτης Πάνος Μπούσαλης





Στίχοι:  
Βέρα Βασιλείου- Πέτσα

Μουσική:  
Λίνος Κόκοτος




Μες στα μάτια σου φωλιάζει

μια γλυκιά μελαγχολία,

σαν καράβι π’ απαγκιάζει

ύστερα από τρικυμία



Σαν αητός που χαμηλώνει

μες σε μαύρη συννεφιά

και στο βλέμμα σου απλώνει

από θλίψη, ομορφιά.



Ποιο ναυάγιο της ψυχής σου

εκεί μέσα κρύβεται

και στις όχθες των ματιών μου

ώρες καθρεφτίζεται.



Άνοιξε τα βλέφαρά σου

να πληγώσω τον αητό,

που κρατάει την ομορφιά σου

μες σε γκρίζο ουρανό.



Θέλω να `μαι η αιτία

να πετάξει μακριά

η πικρή μελαγχολία,

η κρυφή σου μαχαιριά

Ερωτικό - Τάσος Λειβαδίτης ❤️ Απαγγέλει ο ίδιος ο Ποιητής

Τάσος Λειβαδίτης (20 Απρίλη 1922-30 Οκτωβρίου 1988): Ερωτικό
Ναι αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω, εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα. Σαν ήμουνα παιδί και μ' έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου, έσκυβε και με ρωτούσε: τι έχεις αγόρι μου; Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ' τον ώμο της έναν κόσμο άδειο από σένα, και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι ήταν για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής ήταν που αργούσες ακ
όμα. Όταν τη νύχτα κοίταζα τ' αστέρια ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου. Κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα δεν ήτανε κανείς. Κάπου όμως μες στον κόσμο ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε. Έτσι έζησα, πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά, θυμάσαι; Μου άπλωσες τα χέρια τόσο τρυφερά σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου, είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου, αγαπημένη μου...
Αλήθεια εκείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας, αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό, αυτά τα δάκρυα που δε μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω, πόσο σου πήγαιναν.
Κι ύστερα ξαφνικά εκείνο το βράδυ... έβρεχε. Ανέβηκα τέσσερα-τέσσερα τα σκαλιά, κανείς στην κάμαρα. Έτρεμε στ' ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα. "Φεύγω, μη ζητήσεις να με βρεις", έγραφε. Η χτένα της ξεχασμένη πάνω στο τραπέζι ανάμεσα στις χυμένες πούδρες, σαν ένα μικρό παιδικό φέρετρο μέσα στη σκόνη.
Πού είσαι λοιπόν; πες μου, πού είσαι; σ' αναζητάω σαν τον τυφλό που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας σ' ένα σπίτι που 'πιασε φωτιά.
Τις νύχτες σηκώνομαι αλαφιασμένος, ντύνομαι και σε περιμένω. Δε θα χτυπούσες καν την πόρτα. Θα πέταγες με βιάση το παλτό σου στην καρέκλα. Η κάμαρα όλη θα λιποθυμούσε όπως θα 'λυνες ξαφνικά εκείνα τ' ασύγκριτα τυραννικά μαλλιά σου. Η παλιά ντουλάπα θα 'τρεχε και σαν μια ταπεινή υπηρέτρια θα σου 'βγαζε τα παπούτσια. Θα γελούσαν οι καθρέφτες, θα ξυπνούσαν οι γείτονες... Όλα έχουν μείνει όπως τα 'φησες θα σου 'λεγα.
Κι η χτένα σου, να τη εκεί. Η μαύρη μεγάλη χτένα σου, σαν ένας έρημος κατασκότεινος δρόμος που τον περνάω κάθε νύχτα.
Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρά σου ξέροντας πως μέσα ένας άλλος σε παίρνει. Ένας άλλος βυθίζεται μες στη μεγάλη σου άνοιξη. Εγώ και ποδοπατημένη από χιλιάδες άντρες σ' αγαπώ.
Άσε με εδώ στη γωνιά, δεν πειράζει ας χιονίζει. Αυτό το μικρό τετράγωνο φως που ρίχνει το παράθυρο σου πάνω στο χιόνι, εμένα είναι ο κόσμος μου. Δε θα σου πω τίποτα μόλις βγεις. Θα περπατάω δίπλα σου αμίλητος, κι αν αυτό σε πειράζει μπορώ να 'ρχομαι πίσω σου σα σκυλί. Κι όταν πεθάνω, το χώμα που θα με σκεπάσει δε θα 'ναι για μένα το σκληρό χώμα των νεκρών, μα η απαλή τρυφερή γη, που κάποτε πλαγιάσαμε γυμνοί πάνω της. Ποδοπάτησέ με να 'χω τουλάχιστον την ευτυχία να μ' αγγίζεις...

......................
https://www.youtube.com/watch…

youtube.com
Ερωτικό - Τάσος Λειβαδίτης - Απαγγέλει ο ίδιος ο ποιητής Κιθάρα ο Δημήτρης Φάμπας Η απαγγελία…

Πέμπτη 4 Απριλίου 2019

ΑΥΤΗ Η ΓΗ ΕΧΕΙ ΦΩΝΗ - Β.Σκουλάς | Α.Παρχαρίδης | Κ.Αγέρης

Βασίλης Σκουλάς - Άσπρο μαντήλι ανέμιζε

Βασίλης Σκουλάς - Άσπρο μαντήλι ανέμιζε

Τα τρύπια χέρια ~ Νικηφόρος Βρεττακος





Τα τρύπια χέρια: Ποίηση Νικηφόρου Βρεττάκου

Μουσική: Ελένη Καραΐνδρου

«Εγώ δε έχω να σου δώσω τίποτα» είπες.
«Τίποτα, είναι τρύπια τα χέρια μου»
Ενώ
τον ουρανό που ήταν πάνω μου εσύ μου τον έφερνες.
Κ' η πολιτεία ήταν όμορφη εκείνο το βράδυ.
Κι όλα είχαν όψη τρυφερή και ήρεμη.
Κ' η βροχή σαν ένα διάφανο έπεφτε φως'
αραιή, απαλή, σα καλωσύνη σε λουλούδια.
Βαθιά στην καρδιά μου
σιγοψιχάλιζε ένα φως σαν στριμμένο μετάξι.
Μα περπατούσαμε σιγά στο δρόμο, γιατί εσύ,
κρατούσες κάτι σαν γρανίτη ή βαρύ φως.
Γιατ' είχες εσύ τα χέρια σου γιομάτα.
Τόσο, που μόλις εσήκωνες το βάρος.
Μόλις που μπορούσες να ορίζεις το βήμα σου.
Γιατ' είχες τα χέρια σου φορτωμένα με πέτρες
κομμένες απ' το λατομείο του ήλιου.
Άπ' αύριο
θ' αρχίζω να χτίζω.

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

Γιώργος Φλωράκης - Η Μπαλάντα Των Ατθίδων (Official Audio)



Η μπαλάντα των Ατθίδων - 2016      
 
Στίχοι:  
Διονύσης Καψάλης
Μουσική:  
Δημήτρης Παπαδημητρίου


Δεν είναι ο τρόπος που χαμήλωναν τα μάτια,
μια κόπωση στα βλέφαρα που είχαν ξεβάψει.
Μια εκκρεμότητα φιλιού στα σκαλοπάτια
έξω απ’ την πόρτα τους, τη νύχτα, με τη λάμψη
πέρα της έναστρης γαλήνης πούχει πάψει
από καιρό στων Αθηνών τις συνοικίες
να ιστορεί τους έρωτες πούχουν συνάψει
λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες.

Λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια,
λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες.

Μήτε οι μισάνοιχτες ποδιές των εσπερίδων,
τ’ άγουρα ξημερώματα κι οι παραινέσεις·
στις ανθισμένες νερατζιές, οδός Ατθίδων,
η Αλίνα αναλαμβάνεται («πόσο μ’ αρέσεις»)
σε κάποιο αέρα γαλλικό («θα με καλέσεις
πάλι στη χώρα του φιλιού σου, στις αιθρίες;»)
κι επαληθεύονται σαν τρυφερές αιρέσεις
λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες.

Λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια,
λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες.

Κάτι αόριστα οικείο που επιστρέφει
τελεί τη μνήμη των ωρών και τη μορφή τους.
Τώρα που ο κόσμος αποσύρθηκε κι εκτρέφει
λαούς συμβόλων με κραυγές και παρακλήτους
μόλις που ακούγεται στο βάθος η φωνή τους
με ροδοδάφνες, συντριβάνια, συναυλίες,
γιατί τα δάση που αντηχούν πήραν μαζί τους
λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες.

Λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια,
λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες.

Ποιος θα δεχθεί τη λύπη τους, ποιος θα τη γράψει;
Εσείς, Κυρία μου, σε τέτοιες Αρκαδίες,
δε θα φοιτούσατε ποτέ· και θάχουν κλάψει
λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια
Λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες.