Όλα χάνονται.
Η φλούδα απ’ το πλατάνι όπου έγραφες παιδί τ’ όνομά σου,
φεύγει, ξεκολλάει απ' τον κορμό του και πέφτει με ήχο ξερό
στο πλακόστρωτο και κομματιάζεται.
Πέφτουν οι στιγμές μες το ποτάμι μια-μια και χάνονται,
ενώ κάποιες παλεύουν απ΄της όχθης τα κλαδιά να πιαστούνε
την ώρα που η θεομηνία όλα τα σαρώνει και καμιά τους δε γλυτώνει,
πάρεξ εκείνη ίσως που από ρίζα ακλόνητη πιαστεί
κι από αγάπη αιώνια
βυθισμένη στα ριζά του βράχου, του αμετάθετου,
που θεμέλιο στέκει κι ακατάλυτος είναι
στου καιρού το παιχνίδι.
Πιάσου γερά από εκείνη τη στιγμή και
κράτα την για αντιστύλι μέσα στο χαμό,
και κράτα την για λύχνο μες τη νύχτα καθώς ανεβαίνουμε
σ' ακολουθία το μονοπάτι να φτάσουμε στο ναό σου
και την εικόνα ν' αντικρύσουμε του προσώπου σου,
εδώ που μένουμε τώρα ανυπόστατοι
και με αναμνήσεις μόνο και μνήμες από παλιά γιοφύρια
αντιστεκόμαστε
καθώς παλεύουμε κεφαλή αρετής ν' υψώσουμε μέσα στο ορμητικό ρεύμα
που μας παρασέρνει--
όπως τους κομμένους κορμούς των δέντρων που πήρε η θεομηνία
και τους πάει χτυπώντας από βράχο σε βράχο,
έως ότου στις εκβολές του ποταμού τους απιθώσει
(28-11-2016/2022).