Share

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025

Ρένος Αποστολίδης (1924–2004): Αγαπημένα Γιάννενα μου!

 Αγαπημένα Γιάννενα μου!  · Γιώργος Ανδρίκος ·

* Ρένος Αποστολίδης (1924–2004)
Πυραμίδα ’67, εκδ. 1950
(Ο πατέρας του Ρ. Αποστολίδη, Ηρακλής, καταγόταν απ' το Ηλιοχώρι Ζαγορίου)
"Νύχτωνε πια. Το ταρακούνημα κρατούσε, η βροχή δυνάμωνε, η αποχτήνωση περνούσε κάθε όριο…
Στις εννιά τη νύχτα φάνηκαν μακριά, κάτω στον κάμπο, τα Γιάννενα: φώτα, φώτα, φώτα, δίπλα στη λίμνη!…
Η βροχή είχε κόψει λιγάκι…
—Τα Γιάννενα, ρε! Σηκώστε την κουκούλα! Ανοίξτε ρε, να δούμε!
Μα έκανε κρύο, μα ψιλόβρεχε ακόμα – τίποτα! Αυτοί ανοίξαν την κουκούλα και σηκώθηκαν όλοι ορθοί. Ακουμπώντας με τα δυο τους χέρια πάνω στο καπώ, οι μπροστά-μπροστά, πούχαν τώρα θεωρείο πρώτης, κι άλλοι δίπλα, δεξιά κι αριστερά, κι άλλοι όρθιοι, πεσμένοι πάνω από τους ώμους των μπροστινών τους, χαζεύανε με λαιμαργία τα φώτα!…
—Κοίτα, κοίτα ρε! Ξύπνα ρε να δεις τα φώτα!…
Αλλ’ αυτό δεν το περίμενες! Να τους σιχαθείς απόψε πάλι όλους τόσο πολύ! Τ' είναι ο άνθρωπος! Όσο ζύγωνε η πόλη, τόσο γίνονταν περσότερο, ολοένα περσότερο πλήθος, μάζα, με κοινή ψυχολογία! Ναι, ναι! Όλοι ετούτοι, που τώρα μόλις —μισή ώρα δεν ήτανε!— κοίταγε ο καθένας τους το τομάρι του, και βλαστήμαγε τα πάντα, τώρα, όσο ζυγώνανε, τόσο και ξέχναγαν. Κι όταν πια, τα πρώτα τρισάθλια χαμόσπιτα τούς ρούφηξαν, μες στους στενούς τους λασπωμένους δρόμους, με τα θαμπά τους τα φώτα, των πέντε κεριών, τα μυγοφτυσμένα, πάνω απ’ τις κλειστές βρωμόταβλες των μαγαζιών — τότε άρχισαν να τραγουδάνε όλοι μαζί!…
Και φουσκώναν σα γαλιά, που ίσως τους βλέπουν δυο-τρεις εκεί κακομοίρηδες, νυσταγμένοι, μούρτζουφλοι, αργοπορημένοι στην ταβέρνα και στη μιζέρια. Αυτοί οι δυο-τρεις, γυρνούσαν τώρα σπίτι τους, με λασπωμένα παπούτσια, με τρύπιες σόλες, με κάλτσες βρώμικες, βρεμένες, μ’ ένα πουκάμισο λερό στο γιακά και τριμένο απ’ τον καιρό στα μανικέτια, μ’ ένα-δυο κουμπιά παράταιρα στο παλιό παλτό τους, κι άλλα ένα-δυο να λείπουν στο σακάκι τους. Θα γύριζαν σπίτι τους, και θα τους υποδέχονταν η οικογενειακή τους μπόχα. Θα ξαπλώναν σ’ ένα κρεβάτι, με σκουριασμένα πόμολα, με χαλασμένες τις βόλτες τους. Με γυναίκα ή χωρίς γυναίκα, ανάκατα εκεί με σεντόνια βρώμικα…
Δυο-τρεις νυχτερινοί κακομοίρηδες, άθλιοι, κουρέλια! Κι όμως, αυτοί έφταναν για να καταφέρουν όλο εκείνο το λεφούσι, πάνω στ’ αυτοκίνητα, να ξελαρυγγιάζεται τόση ώρα τώρα, τραγουδώντας, όσο του ήταν δυνατό λιγότερο παράφωνα!
Καμαρώναν, κορδωνόντουσαν, κομπάζαν μέσα στο σκοτάδι, δίχως κανείς στ’ αλήθεια να τους βλέπει. Δεν πιστεύαν τίποτε απ’ όσα τραγουδούσαν. Κι όμως καμαρώναν και τραγουδούσαν, και κόμπαζαν, γιατί έτσι, έστω και ψέματα, έστω και ομαδικά, έλπιζαν να εισπράξουνε την προσοχή. Φουσκώναν με την ιδέα πως στα μάτια των άλλων, ήταν, μια φορά, «οι λεβέντες μας!» — όσο κι αν ξέραν αυτοί τί κακομοίρηδες ήταν! (Δεν πείραζε όμως! Έστω και ψεύτικα κλεμμένη, με απάτη κερδισμένη, λίγη εχτίμηση τη λιμάζανε!)
—Να πώς δουλεύει η μηχανή! Με κάτι τέτοια, φτηνά μέσα. Μαζεύεις ένα τσούρμο κακομοίρηδες· τους ντύνεις όμοια· τους φορτώνεις στα καμιόνια και τους περιφέρεις, τους περιφέρεις, τους περιφέρεις, μες απ’ τους δρόμους μιας πόλης. Κι αυτοί, όσο έξυπνοι κι αν είναι, δεν αντέχουν, δε βαστούν στο γαργάλισμα της ματαιοδοξίας: φουσκώνουν σαν κούρκοι στην ιδέα πως τους κοιτάνε! Τους θρέφει η επίδειξη κι αρχινάν να καμαρώνουν, να κορδώνουνται, να δείχνουνε παράστημα και σκληρές, σαν από μπρούντζο, φάτσες – δυναμικές! Ξεσηκώνουν μέσα τους όλες τις μνήμες και τις εικόνες — ό,τι εθαύμασαν κι αυτοί ποτέ, μικροί σαν ήταν, από νταήδες κι από κουμπουράδες, και πιο μεγάλοι, από κατακτητές χιτλερικούς που εμίσησαν, μα κ’ έτρεμαν συνάμα, και τους κρυφοζήλευαν, ραγιάδες, από δέος, σαν παρελαύναν άλλοτε, όμοια κορδωμένοι κούρκοι, φουσκωμένοι μπόγοι, μπρος στα μάτια τους!…
Τεζάρουν τώρα, ίδια κ’ ετούτοι, το κορμί τους και πιάνουνε να τραγουδούν! Κάνουν τη φωνή τους πιο μπάσα, όσο αντρικώτερη μπορούν! Κοιτάν ο ένας τον άλλον, σα στον καθρέφτη, κι όλο και σφίγγουνται να φανούν «άντρες με τα όλα τους», φοβεροί και τρομεροί!…
Κι όλ’ αυτά τάχα αδιάφορα για όσους τους ακούν, τους κοιτούν — πραγματικά όμως μόνο γι’ αυτούς, κι ας είν’ ετούτοι δυο-τρεις μονάχα ξενυχτισμένοι κακομοίρηδες, ή και μια γάτα ακόμη, που διασχίζει έντρομη απ’ το θόρυβο το δρόμο!
Κ’ οι αποκάτω που τους βλέπουν, επειδή δεν έχουνε κανένα λόγο οι ίδιοι να μην είναι κακομοίρηδες, και είναι, άθλιοι και για λύπηση, κι αντικρύζουν τούτους δω, που φαντάζουν τόσο κυρίαρχοι και ρωμαλέοι, ζαρώνουν και φοβούνται και θαυμάζουν: «Τί λεβέντες! Τί κορμιά!» Τόλμα αν θες, από το πεζοδρόμιο, να σκεφτείς τίποτε αντίθετο με την εξ υποθέσεως θέληση αυτής της δύναμης!…
Κι έτσι όλο και φουσκώνει η απάτη κι όλοι αυτοκοροϊδεύονται κι αλληλοκοροϊδεύονται! Αποχτάν το λεγόμενο «σθένος» και «γερό ηθικό» τούτοι οι κούρκοι, και τη λεγόμενη «εμπιστοσύνη στη δύναμη» όλοι οι αποκάτω!…
Κι αυτά με το τίποτα, με τα ψέματα, με την ανθρώπινη αδυναμία και τη λίμα για επίδειξη, για φανφάρα, για παράτα!
(Α, κακομοίρη εσύ από κάτω, και να θυμόσουν πάντα το τρύπιο σου άλλοτε χιτώνιο, πάνω στο καμιόνι, σαν έδινες παρόμοια εικόνα στους τότε ανίδεους, σα φούσκωνες κ’ εσύ κάποτε —την τρύπια κάλτσα σου μες στην αρβύλα, τα βρώμικά σου πόδια, τη λάσπη που θα κοιμηθείς, τους εξευτελισμούς σου, την αηδία σου, την οργή σου, τη σκλαβιά σου— την κακομοιριά σου, κακομοίρη μου, κακομοίρη!…
Αλλά τί περιμένεις; Ίδιοι κι απόιδιοι είστ’ όλοι! Είτε με αστρί στο μέτωπο, είτε με κοκκόρι, είτε με σβάστικα, είτε με σφυροδρέπανο — τα ίδια είστ’ όλοι, τα ίδια! Όλοι απατημένοι, αυτοαπατημένοι, αλληλοαπατημένοι και απαταιώνες! Παίζετε θέατρο — τις «κουμπάρες» παίζετε! Τάχα μου «άντρες»! — τί να σας πω; Προτιμότερές σας οι γυναίκες! Γιατί αυτές, τουλάχιστο, φουσκώνουν μπρος στον καθρέφτη τους ή στο στεργιάνι, για να πλασσάρουν κάτι: το φύλο τους!… Ενώ εσείς, μ’ αυτά που κάνετε, παίρνετε φόρα κι αλληλοσφάζεστε!…
Τα ιδανικά σας όλα, τα οσοδήποτε «ανώτερα», τα οσοδήποτε «ευγενή», και «υψηλά», και «πανελεύθερα», καταλήγουν άσφαλτα εκεί πάντα: σ’ ένα καμιόνι φορτωμένο κούρκους, να περιφέρουνε το ψεύτικο καμάρι τους στις σκονισμένες, λασπωμένες, άθλιες πόλεις σας! Δεν πα’ να τραγουδάτε την «Internationale», ή το «Über alles!», τη «Μαρσεγιέζα» ή το «Σώζοι ο Θεός τον Βασιλέα», τη «Τζοβινέτσα» ή το «Avanti»; Το ίδιο κάνει — τα ίδια είστ’ όλοι! Φουσκωμένα γαλιά σε μια φανφάρα, με λιλιά, με μπιχλιμπίδια, με ασοβάρευτες αρλούμπες-μασκαράδες! Να τι είστε: Μασκαράδες!…)[…]
…Λίγα παράθυρα άνοιξαν, σαν είδαν πια κι απόειδαν πως τα καμιόνια δεν παύαν να διαβαίνουν. Φάνηκαν κάτι μορφές νυσταγμένες, απορημένες, χλιαρές!…
Κ’ ύστερα τα σπίτια τέλειωσαν κ’ οι δρόμοι μάς ξεφούρνισαν ξανά στον ολοσκότεινο κάμπο…
Για την Άρτα, λοιπόν, ή για την Πρέβεζα. Για κάτω μια φορά! Πάει κ’ η Κόνιτσα, πάει κι ο Γράμμος κ’ η Μουργκάνα…
…Ξάφνου άρχισε πάλι να βρέχει γερά!…
Το κέφι κόπηκε! Και ’τού κι απ’ την αρχή το βλαστημίδι…
—Ρε πού μας πάνε, ρε!… Σε λάσπες θα μας βάλουν πάλι να κοιμηθούμε;…
—Μπα, δε ’ναι τίποτα! αντίσκοβε ο Σάλτας χλευαστικά: Δε ’ναι τίποτα, κορόιδα!…
Τόσα κορίτσια, τόσες γάτες, τόσοι σκύλοι μας είδανε στα Γιάννενα, και μας θαμάξανε, και μας φοβήθηκε η ψυχούλα τους!…
Δε ’ναι τίποτα, ρε κορόιδα! Δε βαριέστε – λάσπες!…"

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2025

ΜΠΡΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ: Στίχοι-Μουσική Κώστας Τσιαντής

Κ. Π. Καβάφης – Η Ψυχές των γερόντων (1912)


Γεώργιος Εργείλαος Τσιπάς

 Γεώργιος Εργείλαος Τσιπάς

8 λ. 
Ο Άτλας δεν μιλά∙ στενάζει μες στους αιώνες.
Στους ώμους του η σφαίρα των ουρανών ανασαίνει,
οι αστέρες βαραίνουν σαν λογισμοί ανείπωτοι∙
και κάθε του αναπνοή είναι προσευχή
να μη χαθεί η ισορροπία,
να μη ραγίσει ο λεπτός ζυγός της Δίκης.
Κι όμως, ο Προμηθέας τόλμησε∙
έκλεψε σπίθα από το κρυφό φως
κι έδωσε στους ανθρώπους το ρίγος της γνώσης.
Η ζυγαριά ταράχτηκε∙
στιγμή αιώνια, ράγισμα στο αρμονικό κρυστάλλινο τόξο.
Μα δεν το ’κανε για τον εαυτό του,
το ’κανε για εμάς –
για να μάθουμε να διαλέγουμε,
να σηκώσουμε κι εμείς το βλέμμα ως τα άστρα.
Κι εμείς, μικρές σκιές,
τώρα ζητούμε να γίνουμε Όντα Πολιτικά,
να μετέχουμε Αρχής και Κρίσης.
Μα το τίμημα είναι βαρύ:
τα χέρια ραγίζουν από τον μόχθο,
τα μάτια καίνε από τη θέα της αδικίας,
το γέλιο σκιάζεται από το βάρος της ευθύνης.
Ποιο το μέτρο της Ευδαιμονίας;
Ποιος κρίνει ποιος θα περάσει
στο χαμόγελο της Άνοιξης;
Η Φύση ζυγίζει αλλιώς:
μετατρέπει την οδύνη σε δάκρυο που ποτίζει το σπέρμα,
τον πόνο σε άρωμα της ελπίδας,
τη ζημιά σε καρπό γνώσης.
Κλάψτε, λοιπόν, χωρίς ντροπή∙
κλάψτε δίχως φόβο∙
απ’ αυτό το κλάμα φυτρώνει το πράσινο βλαστάρι,
θεριεύει η άνοιξη,
ανασαίνει ξανά η ζωή.

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2025

Μίλτος Σαχτούρης, "Οκτώβριος"

 Ποιείν / Poiein.gr

26 λ. 

Μίλτος Σαχτούρης, "Οκτώβριος"
Στο ταβάνι σχήματα τριαντάφυλλα
και σχήματα αράχνη
τα φώτα κίτρινα θαμπά σκοτεινά
μεγάλα ψάρια στους πράσινους βαθιούς τοίχους
καρφωμένα
αίμα
τρύπιες κουβέρτες και σπασμένα τζάμια
η βροχή
και ξάφνου μέσα στα χέρια μου τα μαλλιά της
το σώμα της και τ’ ανοιχτό στόμα της
μακριά βαθιά πάνω στο βουνό
Το μυαλό μου κουρασμένο
κι ο αγέρας διάφανος σαν κρύσταλλο
ρολόγια πέφτουν ολοένα και
σπάζουν πάνω στο πλακόστρωτο
σήμερα ο αγέρας δυνάμωσε ακόμη
απ’ το παράθυρο βγήκε ένα χέρι
μες στον καθρέφτη φάνηκε έν’ άλλο χέρι
έδερναν τα μεσάνυχτα
μακριά ακουγόταν ένα βογκητό
Όλα όσα βλέπω
τα παράξενα σπίτια μού θυμίζουν εσένα
η νύχτα μού θυμίζει εσένα
ένα μικρό παιδί που κλαίει μου θυμίζει
εσένα
κι ο τάφος μού θυμίζει εσένα
τα ψάρια τα λουλούδια μού θυμίζουν εσένα
όλες οι φωτογραφίες όλα τα χρώματα
όλα μού θυμίζουν εσένα
κι όλα τ’ αγαπώ για σένα

Ασμα Ασμάτων

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025

Κριτική στη ποιητική συλλογή «Λέξεις και φύλλα» του Αλέξανδρου Βαναργιώτη

 

Κριτική στη ποιητική συλλογή «Λέξεις και φύλλα» του Αλέξανδρου Βαναργιώτη

Η ποιητική συλλογή «Λέξεις και Φύλλα» του Αλέξανδρου Βαναργιώτη εντάσσεται στο πλαίσιο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, με έντονα λυρικά και υπαρξιακά στοιχεία. Η νοηματική διάσταση του έργου είναι πολύπλευρη, με τον ποιητή να εστιάζει σε έννοιες όπως η απώλεια, η μνήμη, η αγάπη, η θλίψη και η ελπίδα. Η φύση λειτουργεί ως κεντρικό μοτίβο, με εικόνες που ανακαλούν την αίσθηση του κύκλου της ζωής και της αναγέννησης. Οι στίχοι του ποιητή είναι λιτοί, αλλά γεμάτοι συμβολισμούς, με τη χρήση της φύσης να γίνεται εργαλείο για την εξερεύνηση υπαρξιακών ερωτημάτων. Η δομή του βιβλίου, χωρισμένη σε θεματικές ενότητες, προσφέρει μια πολυεπίπεδη ανάγνωση, καθώς κάθε ενότητα εξερευνά διαφορετικές πτυχές της ανθρώπινης εμπειρίας, από τη φύση και τις εποχές μέχρι την ποίηση, τη θρησκεία και την τέχνη. Πρόκειται για έργο ώριμο και κατασταλαγμένο, όπου η οικονομία του λόγου και η πύκνωση της εικόνας συνιστούν τα βασικά εκφραστικά του εργαλεία.

Η ενότητα «Φωλιές πελαργών» ανοίγει τη συλλογή με μια νοσταλγική διάθεση, ενώ οι ενότητες «Των εποχών» και «Της βροχής» εστιάζουν στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και τον χρόνο. Η ενότητα «Των λουλουδιών» προσφέρει μια αισθητική ανάπαυλα, με τα λουλούδια να λειτουργούν ως σύμβολα ελπίδας και ομορφιάς. Στην ενότητα «Της ποίησης», ο Βαναργιώτης αναστοχάζεται τη φύση της ποιητικής δημιουργίας, ενώ η ενότητα «Του Βαν Γκογκ» αποτελεί μια ενδιαφέρουσα διακειμενική προσέγγιση, συνδέοντας την ποίηση με τη ζωγραφική και την τραγική φιγούρα του διάσημου ζωγράφου. Η ενότητα «Εορταστικά» προσθέτει μια πνευματική διάσταση στο έργο, με αναφορές στη θρησκεία και την ελπίδα, ενώ οι ενότητες «Παραινετικά» και «Του φεγγαριού» κλείνουν τη συλλογή με μια φιλοσοφική και υπαρξιακή διάθεση. Η τελευταία ενότητα, «Επιλογικά», λειτουργεί ως κατακλείδα, συνοψίζοντας την αγωνία και την ελπίδα που διατρέχουν το έργο.

Στις πιο καίριες στιγμές της συλλογής, η ποίηση αποκτά υπαρξιακό βάθος. Το απόσπασμα «Δεν με φοβίζουν / τα δρεπάνια που θα ’ρθουν. / Ντύθηκα αγάπη» (σελ. 8) αποτελεί ίσως τον πυρήνα αυτής της φιλοσοφικής στάσης. Στο σημείο αυτό, ο ποιητής δείχνει πως ο «δρεπανηφόρος χρόνος» ή ο θάνατος δεν προκαλούν δέος: η αντίσταση του ποιητικού υποκειμένου δεν είναι ούτε ηρωική ούτε μοιρολατρική, αλλά βαθιά ανθρωπιστική. Η αγάπη, ως υπαρξιακή ένδυση, συνιστά το μόνο αληθινό καταφύγιο απέναντι στη φθορά. Εδώ ο Βαναργιώτης συνομιλεί με την αρχαιοελληνική τραγικότητα αλλά και με τον χριστιανικό στοχασμό, αναδεικνύοντας την αγάπη ως υπέρβαση του μηδενός.

Ανάλογη είναι η δύναμη του αποσπάσματος «Ριγούν τα δέντρα. / Θυμούνται τη γύμνια τους / κάθε που βρέχει.» (σελ.16). Με δύο μόνο εικόνες, του ρίγους και της γύμνιας, ενεργοποιείται ένα πλέγμα σημασιών που υπερβαίνει τη φυσική περιγραφή. Το ρίγος των δέντρων δεν είναι απλώς αποτέλεσμα της βροχής, αλλά μεταφορά για το ανθρώπινο βίωμα της ευαλωτότητας. Η γύμνια εδώ δεν αφορά μόνο την απώλεια φύλλων αλλά παραπέμπει στην υπαρξιακή γύμνια, στη στιγμή όπου ο άνθρωπος αναμετράται με την αλήθεια του εαυτού του, δίχως περιβλήματα και άμυνες. Η φύση αποκτά σχεδόν ανθρώπινη μνήμη, δηλαδή η επανάληψη των εποχών κουβαλά το βάρος μιας συλλογικής εμπειρίας φθοράς. Έτσι, η εικόνα αποκτά και φιλοσοφική διάσταση: ο κύκλος της βροχής και της γυμνότητας λειτουργεί ως υπόμνηση της αδιάκοπης επιστροφής του ίδιου.

Ένας χαρακτηριστικός στίχος της συλλογής «Στα ταξίδια τους / τα σύννεφα τρέχοντας / ποιον ψάχνουν να ’βρουν;» (σελ.18) αποτυπώνει την αίσθηση της αδιάκοπης κίνησης και μεταβολής. Το ερώτημα που θέτει ο στίχος, «ποιον ψάχνουν να ’βρουν;», λειτουργεί ως υπαρξιακή απορία: πίσω από τη φυσική εικόνα υποβόσκει η ανθρώπινη αγωνία για τον σκοπό και τον προορισμό της ζωής. Τα σύννεφα, εφήμερα και συνεχώς μεταβαλλόμενα, γίνονται μεταφορά της ανθρώπινης περιπλάνησης , της αναζήτησης του άλλου, του νοήματος, ή ακόμη και μιας χαμένης πληρότητας.

Η δύναμη του στίχου βρίσκεται στην ανοιχτότητα του, δεν δίνει απάντηση αλλά αφήνει την ερώτηση να αιωρείται, σαν τα ίδια τα σύννεφα που δεν στέκονται πουθενά. Αυτή η ποιητική ασάφεια ενισχύει τον στοχαστικό χαρακτήρα της συλλογής, όπου η φύση δεν προσφέρει λύσεις, αλλά καθρεφτίζει τις ανθρώπινες ανησυχίες. Στο ευρύτερο πλαίσιο του έργου, τα σύννεφα προστίθενται στον κατάλογο των φυσικών στοιχείων (φύλλα, δέντρα, βροχή, ήλιος) που μετατρέπονται σε καθολικά σύμβολα όπου το εφήμερο αποκτά φωνή και εκφράζει την συνεχή ανθρώπινη αναζήτηση.

Στην ενότητα «Του Βαν Γκογκ» ο Βαναργιώτης απευθύνεται σε δύο από τα πιο εμβληματικά έργα του ζωγράφου: τα Ηλιοτρόπια και την Έναστρη Νύχτα. Στον πρώτο άξονα, τα Ηλιοτρόπια μετατρέπονται σε υπαρξιακή αλληγορία «Σαν την ψυχή ψάχνετε / πάντα τον ήλιο.» (σελ.24). Το απόσπασμα αυτό αποτυπώνει την ακατάπαυστη στροφή του ανθρώπου προς το φως, την επιθυμία για υπέρβαση, για πρόσβαση σε μια πηγή νοήματος που παραμένει διαρκώς απρόσιτη. Όπως ο Βαν Γκογκ ύψωνε το βλέμμα του προς το άπλετο φως, γνωρίζοντας ταυτόχρονα το βάρος της θνητής μοίρας, έτσι και η ψυχή στον στίχο αναγνωρίζεται ως ηλιοτρόπιο, εύθραυστη αλλά επίμονη στην αναζήτηση. Η μεταφορά δεν αφορά μόνο την καλλιτεχνική δημιουργία αλλά και την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη, που βρίσκει στο φως το στοιχείο της ελπίδας και της αντίστασης στη φθορά.

Το δεύτερο απόσπασμα, «Έναστρη νύχτα. / Του ερέβους διασπάς / τη συνέχεια.» (σελ.25), έρχεται να συμπληρώσει τη διαλεκτική σχέση φωτός και σκότους. Εδώ η νύχτα, αντί να λειτουργεί ως απειλή ή στασιμότητα, αποκαλύπτεται ως πεδίο ρήξης, το σκοτάδι δηλαδή δεν είναι αδιαίρετο, αλλά διαπερνάται από άστρα, από ρωγμές φωτός που θραύουν την απόλυτη νύχτα. Η αναφορά στην Έναστρη Νύχτα του Βαν Γκογκ δεν είναι απλώς εικαστική, αλλά μετατρέπεται σε φιλοσοφική δήλωση ότι ακόμη και στο βαθύτερο σκοτάδι υπάρχει δυνατότητα διαφάνειας και προοπτικής. Έτσι, τα δύο αποσπάσματα, «Ηλιοτρόπια» και «Έναστρη Νύχτα», συνθέτουν ένα ποιητικό δίπολο: η ψυχή αναζητά τον ήλιο της ημέρας αλλά και αναγνωρίζει τα άστρα της νύχτας. Το φως δεν είναι ποτέ απόλυτο, ούτε το σκοτάδι τελεσίδικο. Η ποίηση, όπως και η ζωγραφική του Βαν Γκογκ, αναδεικνύεται ως το πεδίο όπου συνυπάρχουν και αλληλοδιαπερνούνται τα δύο.

Σε υφολογικό επίπεδο, ο ποιητής αποφεύγει τον ρητορικό στόμφο αλλά προτιμά την αφαίρεση, τη σιωπηλή υποβολή, τον υπαινιγμό. Το αποτέλεσμα είναι μια ποίηση που δεν εξαντλείται στην πρώτη ανάγνωση αλλά απαιτεί βραδύτητα και περισυλλογή. Το «λίγο» γίνεται «πολύ», η λιτότητα αποκτά βάθος.

Το «Λέξεις και Φύλλα» είναι μια ποιητική συλλογή που καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα στη λυρικότητα και τη φιλοσοφική αναζήτηση, προσφέροντας στον αναγνώστη μια βαθιά και πολυδιάστατη εμπειρία. Ο Αλέξανδρος Βαναργιώτης αποδεικνύεται ένας ποιητής που ξέρει να χειρίζεται τη γλώσσα με δεξιοτεχνία, δημιουργώντας εικόνες και συναισθήματα που μένουν ανεξίτηλα στη μνήμη. Το έργο του αξίζει να μελετηθεί τόσο για την αισθητική του αξία όσο και για την υπαρξιακή του διάσταση.

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2025

Pink Floyd - Dark Side Of The Moon

Pink Floyd - Sorrow (PULSE Restored & Re-Edited)

David Gilmour - Shine On You Crazy Diamond (Live At Pompeii)



Remember when you were young, you shone like the sun
Shine on you crazy diamond
Now there's a look in your eyes, like black holes in the sky
Shine on you crazy diamond
You were caught in the cross fire of childhood and stardom
Blown on the steel breeze
Come on you target for faraway laughter
Come on you stranger, you legend, you martyr, and shine!

You reached for the secret too soon, you cried for the moon
Shine on you crazy diamond
Threatened by shadows at night, and exposed in the light
Shine on you crazy diamond
Well you wore out your welcome with random precision
Rode on the steel breeze
Come on you raver, you seer of visions
Come on you painter, you piper, you prisoner, and shine!

Pink Floyd - Coming Back To Life (PULSE Restored & Re-Edited)

Pink Floyd - Wish You Were Here (PULSE Restored & Re-Edited)


[Intro]
"And disciplinary remains mercifully"
"Yes and um, I’m with you, Derek, this star nonsense"
"Yes, yes"
"Now which is it?"
"I am sure of it"


[Instrumental Break]

[Verse 1: David Gilmour]
So, so you think you can tell
Heaven from Hell? 
Blue skies from pain?
Can you tell a green field from a cold steel rail?
A smile from a veil? 
Do you think you can tell?

[Verse 2: David Gilmour]
Did they get you to trade your heroes for ghosts?
Hot ashes for trees? Hot air for a cool breeze?
Cold comfort for change? 
Did you exchange
A walk-on part in the war for a lead role in a cage?


[Instrumental Break]

[Chorus: David Gilmour]
How I wish, how I wish you were here
We're just two lost souls swimming in a fishbowl, year after year

Running over the same old ground, what have we found?
The same old fears, wish you were here

The Jimi Hendrix Experience - Hey Joe [Lyrics]