"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023
Μανόλης Αναγνωστάκης-- Τα ίδια πάντα πράγματα
Τα ίδια πάντα πράγματα
Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023
Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2023
Σεφέρης, μελοποιημένη ποίηση - Αθηνοδρόμιο
Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2023
Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2023
Moody Blues - Nights in White Satin Lyrics
Κυριακή 13 Αυγούστου 2023
ΑΠΟ ΝΤΡΟΠΗ (Σχεδίασμα β)
“Η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου εκμηδένισε κάθε ίχνος επιβίωσής μου. Δεν μπορώ να βρω άλλο τρόπο αντίδρασης εκτός από ένα αξιοπρεπές τέλος, πριν αρχίσω να ψάχνω στα σκουπίδια για να επιβιώσω και γίνω βάρος στο παιδί μου”. Πλατεία Συντάγματος. 4.4.2012.
Έφυγαν,
έχοντας φτάσει στην άκρη της απελπισιάς
δίχως ελπίδα να βρουν το δίκιο τους
και δύναμη ν’ αντέξουν την ντροπή
στην αποικία.
Πολίτες-οπλίτες αυτοί,
από καταγωγή,
δεν άντεξαν τον ευτελισμό
και την πατρίδα τους υποταγμένη
στους ανθύπατους και τους επιτρόπους.
«Δεν είναι η Ελλάδα μας αυτή»,
«Δεν είναι αυτή η πολιτεία μας»
«Εδώ κατοικούν άνθρωποι άλλης φυλής»
ακούστηκε.
Μεσάνυχτα πάνω στις ράχες των βουνών έγραψαν
τη διαθήκη τους,
μάταια περιμένοντας το σύνθημα των συντρόφων
που παρήλαυναν συντεταγμένοι στην ομίχλη.
Σπιθοβολούσε απάνω τους το στερέωμα
και στ’ άστρο που λαμπύριζε μιλούσαν:
«Νοιώσε με˙
δεν μπορώ να κοιτάξω άνθρωπο στα μάτια,
δεν αντέχω άλλο τη ντροπή».
Ώρες πολλές μονάχοι στης αξιοπρέπειας το πέρασμα απομονωμένοι
δίχως κανένας να τους γνοιάζεται
δίχως κανένας να τους κατανοεί
στο περιθώριο πεταμένοι και στις επικλήσεις της ενσυναίσθησης
αποκλεισμένοι από κάθε ζωή
αποκομμένοι από κάθε ελπίδα ελπίδα
αποξενώθηκαν, ώσπου ζήτησαν τη δύναμη και πήραν
στα χέρια τους
την τελευταία τους δυνατότητα.
Δεν ακούστηκε πυροβολισμός
μες την κυκλοφορία και τα σφυρίγματα της τροχαίας.
Βρέθηκε ακέραιος, με το κεφάλι γερμένο αριστερά,
ένα σημείωμα στο χέρι
και λίγες λέξεις κολλημένες στο στόμα
απ’ τον Ηράκλειτο, τον Παρμενίδη ή το Δημόκριτο-
δύσκολο να το διακρίνεις.
Το λευκό τους πουκάμισο το φούσκωνε ο αέρας
καθώς έπεφταν στο κενό
και σμάρι περιστέρια κατέβαιναν μαζί τους
κλείνοντας οριστικά τον κύκλο τους στην ιστορία
που του σκοτεινού Εγώκαιρου αιχμάλωτη
έμαθε τζάμπα και δίχως υποχρέωση να φιλοξενείται
στο πεδίο βαρύτητας το ιερό
του Ήλιου.
13/8/23
Σάββατο 12 Αυγούστου 2023
ΡΙΤΣΟΣ-
Δύσκολες ώρες, δύσκολες στον τόπο μας. Κι αυτός ο περήφανος,
γυμνός, ανυπεράσπιστος, ανήμπορος, αφέθηκε να τον βοηθήσουν,
εγγράψαν υποθήκες πάνω του, πήραν δικαιώματα, αξιώνουν,
μιλάνε για λογαριασμό του, του ρυθμίζουν την ανάσα, το βήμα,
τον ελεούν, τον ντύνουν μ' άλλα ρούχα ξέχειλα, χαλαρωμένα,
του σφίγγουν μ' ένα καραβόσκοινο τη μέση. Εκείνος,
μέσα στα ξένα ρούχα, ούτε μιλάει κι ούτε πια χαμογελάει
μη και φανεί που ανάμεσα στα δόντια του κρατάει (ως και την ώρα του ύπνου)
σφιχτά σφιχτά, σαν ύστατο οβολό του, (μόνο τώρα βιός του)
γυμνό, απαστράπτοντα κι ανένδοτο, το θάνατό του.
ΡΙΤΣΟΣ
Πέμπτη 3 Αυγούστου 2023
ΗΕΛΤΙΟΣ- Τα είδε όλα
Τετάρτη 2 Αυγούστου 2023
Παλαμᾶ: Αὔγουστος
Τετάρτη 26 Ιουλίου 2023
ΗΕΛΤΙΟΣ- ΝΕΡΟ
Γκρεμισμένη η δέση πούδινε νερό στο πάνω αυλάκι
και το μεγάλο ρέμα στα ριζά του χωριού
απέραντος ξεριάς,
στεγνό, χωρίς νερό μια στάλα,
και μόνο ο ήχος του ακούγεται τη νύχτα
διαβαίνοντας χαμηλά κάτω απ’ τις πέτρες
πού απόσπασε στο ξέσπασμά της η θεομηνία
και στοίβασε η κατεβασιά
από το βαθυδιάσελο.
Να σώσω αυτόν τον ήχο
πριν τον αποσύρουν της ιστορίας
οι δημιουργοί
και τα ίχνη σου χάσω οριστικά,
εδώ μέσα στο απολιθωμένο δάσος
των ψυχών
όπου κοιμήθηκαν οι Ευμενίδες
και μόνο τα δόντια ακούω να τρίζουν
των θηρίων.
26/7/2023.
Τρίτη 25 Ιουλίου 2023
ΗΕΛΤΙΟΣ- ΞΕΝΟΣ
Δευτέρα 17 Ιουλίου 2023
ΗΕΛΤΙΟΣ- ΝΑ ΧΑΘΗΚΕ Ή ΚΡΥΦΤΗΚΕ?
Κυριακή 18 Ιουνίου 2023
Ζωή Δικταίου - Σ’ ένα «μου»
Καθισμένος με τις ώρες στη σκιά του πρίνου,
χωρίς να μαλώνει πια τον εαυτό του,
μετρούσε και ξαναμετρούσε
τη μια τα δάχτυλα,
και τους ρόζους στο γέρικο κορμό,
κι άλλοτε, μέσα στα δαχτυλίδια του καπνού
μαζί με τα ενήλικα σημάδια,
και τα αδέσποτα λάθη,
τις έκπτωτες, τις ξέμπαρκες μέρες.
Ολόκληρη η ζωή του, μια κούπα αλισάχνη
που είχε πιει ως τον πάτο,
άπλωσε το χέρι, κάπως δισταχτικά,
έκοψε ένα χαμομηλάκι,
το έφερε στη μύτη, το μύρισε,
μετά στα χείλη,
κάπως γλύκαινε ο κόσμος του.
Από καφενείο, σε καφενείο,
«φίλε μου», του έλεγαν,
και στο δρόμο, και στην αγορά, το ίδιο,
το χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά,
«φίλε μου», ή «Κωστή μου»
κι ας μην υπήρχε κανένα γνώρισμα φιλίας,
το ένιωθε,
η υποκρισία εξωραϊσμένη σε όλο της το μεγαλείο,
χωρούσε σ’ ένα «μου»,
ορκιζόταν στη ναυτοσύνη
η φουρτουνιασμένη φύση του, δεν το άντεχε.
«Μου», μ’ ένα μορφασμό αηδίας,
«μου», δεύτερη φορά σαρκάζοντας,
«τα χάλια σας, ανάθεμά, μούντζες που θέλετε».
Θέλανε, τους λίγους παράδες
που είχε μαζέψει τόσα χρόνια στα μπάρκα,
τους είχαν βάλει πολλοί στο μάτι,
φίλοι, συγγενολόι, σκυλολόι,
πάντα θα υπάρχει
ένας παππάς που ονειρεύεται
μνημόσυνα, ευχέλαια, και παχυλές δωρεές,
«έχεις φωτοστέφανο Κωστή, φίλε μου»,
τονισμένο το «μου»,
ένας πρόεδρος που ζητά ευεργεσίες,
ένας γείτονας,
που ψάχνει συνέταιρο,
σε κάτι μεσοβέζικες βρομοδουλειές,
ένας πολιτικάντης που τάζει.
Βασάνιζε το μυαλό του,
αυτό το «μου», τόσο ψεύτικο,
στην προσποιητή οικειότητα,
ξανάρχονταν κύματα οι θύμησες,
η ψυχή, ό,τι δηλαδή είχε απομείνει από αυτή,
φορτωμένη αλισάχνη, και ματαιώσεις,
κι όμως να ανυψώνεται σε διαρκή αναζήτηση.
Ελεύθερος, χωρίς αδυναμίες τώρα πια,
χωρίς και την πλάνη της ευτυχίας
αναγνώριζε
σχεδόν όλες τις φαύλες πρακτικές,
σαπουνόφουσκες που περίμενε να σκάσουν.
Στον απόηχο της ζωής
πλησιάζοντας στη στερνή πράξη,
τελευταία αίσθηση
η άρνηση να συνεχιστεί η παρωδία, τού «μου».
Το κατακόκκινο θολό βλέμμα
αντιφέγγιζε παλιές και καινούργιες φλόγες,
ανάμεσά τους κάποιες εικόνες,
φράσεις λειψές, ναι, μα ολόκληρες αλήθειες,
εκεί, στα φανερά και στα κρυφά,
μέχρι να ειπωθούν τα ανείπωτα,
χωρίς «μου».
Δίχως τέλος,
συνειδήσεις ράθυμες, βολεμένες,
καιροσκόποι, κόλακες, συμφεροντολόγοι,
πιασμένοι από ένα, «μου»,
χαμογέλασε πικραμένα,
φτενή η Μοίρα,
σε μια άγονη προσκόλληση
να εξαργυρώσουν τις εύκαιρες ώρες,
αγίνωτο προζύμι τούτες οι σχέσεις,
κι αυτός, στεριανός πια,
αιώνια πιστός στην ουτοπία της τιμής
θυμόταν, που όταν έπιαναν λιμάνι
έγραφε πάνω στο νερό ονόματα
με τη δόξα της νοσταλγίας.
Τώρα, ευχόταν, να μπορούσαν να καταλάβουν
να τον άφηναν ήσυχο,
να κάθεται εκεί μονάχος, να ζητά μια θέση στον ήλιο
με μόνη συντροφιά
ένα ημερολόγιο και τη μαύρη γάτα του.
Άνοιγε ένα – ένα τα κιτρινισμένα γράμματα,
«αγαπημένε μου», διάβαζε,
άλλα πάλι έγραφαν «αγάπη μου»,
ένα «μου», παντοδύναμο,
να τον τρελαίνει.
Ήξερε πως εκείνες οι γυναίκες,
που είχαν γείρει στην αγκαλιά του,
χωρίς παρακάλια,
πολύ απλά, τον είχαν χρησιμοποιήσει,
και αφού εκπλήρωσε τις επιθυμίες τους,
όσες μπόρεσε,
το ίδιο απλά, τον είχαν ξεχάσει.
Έμεναν μόνο κάτι ξεθωριασμένα «μου»
θαρρείς και δεν υπήρχαν άλλες λέξεις,
θαρρείς και όλες οι πληγές
βρισκόταν συγκεντρωμένες, σ’ αυτό το «μου»
να τον καίνε βαθιά,
εφιάλτες στις άναρθρες νύχτες,
βλέπεις, οι αιώνιοι όρκοι δεν είναι συμβόλαια,
είναι λόγια, μόνο λόγια
που παίρνει το ρέμα σαν φύλλα.
Είτε το άκουγε, είτε το διάβαζε,
αυτό το «μου»,
ένα καμπανάκι χτυπούσε μέσα του,
«φυλάξου από τις ομοιότητες», σκεφτόταν,
φυλάξου Κωσταντή,
ένα «μου», μπορεί να σε κάψει,
να σε πνίξει, ή
να σε θάψει,
ένα «μου» Κωσταντή, μια παγίδα,
ένας ύπουλος ύφαλος.
Ζωγράφιζε μενεξέδες η δύση,
μια ματιά μακριά, προς τη μεριά της θάλασσας,
το βλέμμα ίσα που πρόλαβε,
σε αθόρυβη χαμηλή πτήση μια κουκουβάγια,
από τα κεραμίδια στις κουκουναριές.
Ολόλευκη, πρόσωπο σε σχήμα καρδιάς,
η δική του είχε σφιχτεί,
θυμήθηκε τα εκπληκτικά της μάτια,
είχε κρατήσει την εικόνα της
από τότε που την είχε δει στον ανεμόμυλο,
μεσάνυχτα με φεγγάρι,
πόσος καιρός αλήθεια,
στα ψηλά δώματα της Κρήτης
παιδί ακόμη,
εκείνη η δασκάλα,
με τ’ ανθισμένα δάκρυα στα βλέφαρα,
αινιγματική, ναι αλλιώς δεν θα την θυμόταν.
«Τυτώ λοιπόν, η μυθική,
αυτή που βλέπει την αθέατη πλευρά των πραγμάτων,
εκεί που οι άλλοι αδυνατούν»,
η ανάμνηση ξέθαψε τα λόγια.
Λες και είχε πετάξει
από το εξώφυλλο τού παλιού αναγνωστικού
λες και ήρθε να τον λυτρώσει,
μια αθώα ανάμνηση ήταν μόνο,
μια αφή σ’ ένα χέρι χλωμό.
«Τυτώ, γιατί η σοφία
μεταγράφει την απλή γνώση, σε βίωμα,
σε καρπό, σε πνεύμα», πρόσθεσε τη δική του εκδοχή,
μακριά από φασαρία και φώτα,
μακριά και από τα κάλπικα «μου»,
στο ανεπαίσθητο θρόισμα της Όστριας,
συλλάβιζε
αλμύρα και ανορθόγραφη ζωή,
ζωή δική του, και όχι μιας μαριονέτας,
όση του έμενε,
μοναχικός, και ασυμβίβαστος,
σ’ ένα κόσμο που όσο εύκολο είναι
να χαρακτηρίζεις κάποιον δικό σου,
προσθέτοντας μόνο ένα «μου»
τόσο, μα τόσο εύκολα
μπορείς και να τον χάσεις.
«Τό ’παμε Κωσταντή, οι εγγυήσεις δεν,
χωράνε σ’ ένα «μου»,
φύσηξε ψηλά τον καπνό.
Σχεδίασμα Β΄