Share

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Ρωμανός ο Μελωδός- Υμνος ΛΓ'


Μετάφρ. Νίκος Καρούζος

Από το περιοδικό Εποπτεία, τεύχος 15, 1977



Ένθρονος απάνω στα ουρανόθρεφτα, τα ηλιοφόρα πλάτη
και επί γης απέριττος απάνω σ' ένα γαϊδαράκο,
εσύ Χριστέ μου ο Θεός ο ένσαρκος,
δεχόσουνα μαβιά δοξολογήματα νηπίων και αγγέλων:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

α.
Όντας αυτός που το θάνατο τον έδεσες πίστομα
και τον Άδη το λαίμαργο οπούχεις νεκρώσει
στον κόσμο λουλουδιάζοντας ανάσταση,
τα νήπια βαγιόκλαδα ανεμίζοντας, τα νήπια,
Χριστέ εσένα ανυμνούσαν ακόρεστα
ως φορέα υπέρτατης νίκης πνευματικής
κραυγάζοντας σήμερα «Ωσαννά στον υπαίθριο υιό του Δαυίδ»·
άλλη δε θάρθει, λέγασι, μαυρίλα μας οπού
ναν τα χαλάσουν τόσα σμήνη από βρέφη
γυρεύοντας το βρέφος της Μαρίας να αφανίσουν,
αφού εσύ σταυρώνεσαι ο μέγας έρημος
για όλους τους κακόμοιρους ανθρώπους
απ' των βρεφών αρχίζοντας την έμορφη
τη ζήση μέχρι τους ξεκρέμαστους γερόντους·
σπαθί κανένα δε μας πιάνει τώρα πια,
γιατί η λόγχη θα στομώσει στην πλευρά σου·
γι' αυτό κ' εμείς αγαλλιώντας ψάλλουμε:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

β.
Ιδού του πνεύματος ο ηγεμόνας ο ησύχιος και πράος, 
καβάλα σ' ένα γαϊδαράκο φτάνει ολοπρόθυμα
να πάθει και τα πάθη να νεκρώσει.
Ο Λόγος ο προαιώνιος που φτάνει με την Άνοιξη
καβάλα σ' ένα άλογο πλάσμα λαχταρώντας
των λογικών πλασμάτων την απολύτρωση·
παράξενο που ήτανε να βλέπεις
απάνω στου φτωχούλη γαϊδαράκου την αθώα ράχη
εκείνον που φέρεται στους χρυσίζοντες
ώμους των αιθέριων Χερουβίμ,
εκείνον όπου ύψωσε κάποτε
στον ουρανό ως ηνίοχο θαύματος
τον Ηλία σ' ένα περίλαμπρον άρμα από φωτιά·
μ' αυτό τον τρόπο φτώχεψε τη θεϊκιά του δύναμη
και τιποτένιος φανερώθηκε ολότελα ο Κύριος των Όντων
ενθαρρύνοντας όλους τους άμοιρους οπού φωνάζαν:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

γ.
Συθέμελα σείστηκε η πόλη Ιερουσαλήμ όπως κάποτε
σεισμός μεγάλος ταρακούνησε την Αίγυπτο·
και εκεί σειστήκαν τ' άψυχα, μα εδώ σειστήκαν οι ανθρώποι
με το δικό σου φτάσιμο·
όχι βέβαια γιατί προκάλεσες ως ταραξίας την έξαψη,
εσύ φυτεύεις πάντα την ειρήνη,
αλλά γιατί τις άτιμες των υιών του σκότους μηχανές
ξέρεις εσύ ο Θαλερός του Σύμπαντος να εξουδετερώνεις,
διώχνοντας όλους τους κακούς απ' όπου κι αν τους απαντήσεις,
καθώς είσαι ο υπέρτατος Κύριος
του χώρου και του χρόνου·
είναι πεσμένα από παλιά στην άκαρπη σιγή τα είδωλα του σκότους,
την ώρα τούτη όσοι τα λατρεύουν κλυδωνίζονται,
όπως ακούνε των θεάρεστων νηπίων τις εόρτιες φωνές:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

δ.
«Ποιος είν' ετούτος;» έλεγαν εκείνοι
που παρασταίναν αφειδώλευτα πως δε σε ξέρουν·
λες και δεν είχαν γνώση οι μισόθεοι
ποιος ήτανε του αστραπόλαλου προπάτορα Δαυίδ
ο άχραντος υιός, ο πράος κατιόντας,
οπού συλλήβδην απ' του μαύρου χάροντα 
τους έσωσε τ' αρπάγια. 
Είναι νωπός ακόμη βγαίνοντας ο Λάζαρος απ' τ' άσπρα σάβανά του κι όμως
ποτέ δεν τόμαθαν αυτοί, δεν ξέρουν ποιος τον έχει εγείρει·
ο πόνος δεν τους έπαψε στους ώμους τους εκείνων
οπού βαστήξαν ασηκώνοντας το γυιο της χήρας κι όμως
δεν είδαν τάχα ποιος τον άρπαξε απ' της θανής τη μέγγενη·
το δράμα του Ιάειρου πατέρα, την αυλή,
δεν άφησαν οπίσω τους ακόμη τούτοι κι όμως
την πεθαμένη νια, την κόρη, ποιος τη γιόμισε 
ζωή και πάλι δεν το βλέπουν·
ωστόσο τούτα τάζησαν αυτόπτες πλην τους λείπει
η ξαστεριά της άκακης καρδιάς για να φωνάξουν:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

ε.
Αχάριστοι στον πλάστη τους που δείχτηκαν οι άνομοι,
της άγνοιας ντυθήκαν την υποκρισία
σαν τάχα να μην ήξεραν εκείνον οπού σκόπευαν
αδίσταχτα να χαντακώσουν·
α, βέβαια, δεν ήξεραν οι μαύροι γυιοί του ψεύδους...
Διόλου παράξενο μ' αυτούς, οπού την ως τώρα
τη γηραιά την ύβρη τους ανακαινίζουν·
ας θυμηθούμε πως όταν ο θεολάλητος Μωυσής
τους εξασφάλισε την έξοδο απ' την Αίγυπτο,
με πίκρες και με βάσανα το νόστο στην κοιτίδα οδηγώντας, 
οικτρά περιφρονήθηκε από δαύτους,
ως τώρα κι ο Χριστός, που απ' το θάνατο τους έσωσε για πάντα,
καταφρονήθηκε φρικτά σήμερις απ' τους ίδιους·
το Μωυσή αρνήθηκαν οι λατρευτές του μόσχου και της ύλης,
τον Ιησού αρνήθηκαν οι φίλοι του Βελίαρ·
αυτοί λοιπόν δεν ήθελαν στα ύψη να βοήσουν:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.
στ.
Τα βρέφη βάγια σείοντας υιό σε τραγουδούσαν,
υιό Δαυίδ σε φώναζαν, υιό σε καρτερούσαν·
εύλογη τούτη η φρενίτιδα Κύριε!
Είσαι εσύ οπού του νοητού Γολιάθ αχρήστεψες το όνειδος,
του χάρου τη γιγάντιαν αρπάγη·
κείνου γυναίκες χορευτά, του πρόγονου, τα νικητήρια ψάλλαν:
«Σαούλ χιλιάδες χάλασε, μα ο Δαυίδ μυριάδες».
Έτσι ο Νόμος· ύστερ' απ' αυτόν η χάρη η δική σου Ιησού μου.
Ο Νόμος ήτανε Σαούλ, με φθόνο και σκληράδα ο διώκτης,
αλλ' ο Δαυίδ τη χάρη σου βλασταίνει διωκόμενος·
γιατί εσύ του γίνηκες η φώτιση κι ο δρόμος·
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.
ζ.
Άρμα φωτός ο ήλιος μας κι αυτός διάκονός σου,
αχτιδοβόλο όχημα τον ουρανό φαιδρύνει,
κυρίαρχος και θερμουργός κι όμως κ' υποταγμένος
στου πλάστη τα κελεύσματα, τα θεία μαθηματικά σου,
κι ωστόσο τώρα σ' έτερψε ο παλιογαϊδαράκος;
δόξα στο μέγα έλεος, δόξα στην ταπεινότη!
Δεν το ξεχνώ πως κάποτε τυλίχτηκες με σπάργανα στη φάτνη
και τώρα να λοιπόν εσύ το θρόνο τ' ουρανού οπού κατέχεις
απάνω στο φτωχούλικο κι ανήξερο πουλάρι
με λάμψη εποχήθηκες.
Αναλογίες τραγουδώ· τη φάτνη εκεί πέρα
κυκλόφερναν οι άγγελοι μεσ' τα μαλάματά τους,
το πουλαράκι οι ταπεινοί σου μαθητές εδώ
το βάσταγαν απ' τη μουσούδα·
«Δόξα» και τότε άκουγες, «Δοξα» και τώρα κράζουν:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

η.
Τη δύναμή σου τη φανέρωνες μονάχα με ταπεινοσύνη·
μήγαρις ήτανε και τίποτ' άλλο να καθήσεις
απάνω στο φτωχούλη γαϊδαράκο;
Κι όμως την έσειξες ολάκερη την Ιερουσαλήμ
όπως αν έφτανες εκεί με δόξα τυλιγμένος.
Ήτανε και των μαθητών σου τα ιμάτια
τα λαϊκά που δείχναν ευλαβή ταπείνωση
κι αληθινός σου θρίαμβος και μυρωμένη δόξα
ο ύμνος των παιδιών ο αναμάρτητος 
και των μαζών η ιαχή η σύγκορμη και ουρανομήκης,
η ιαχή του «Ωσαννά» οπού σημαίνει: σώσε μας εσύ
ο προαιώνιος κάτοικος του ύψους,
εσύ ο δυσανάβατος, του κόσμου σώσε εσύ
τους αναρίθμητους και καταφρονεμένους,
κοιτάζοντας με ευμένεια την ελπίδα μας,
κι απειράγαθος όντας ελέησέ μας,
δόνησε τα σπλάχνα σου για μας τους άμοιρους
καθώς εμείς δονούμε τα κλωνάρια των βαγιώνε
στον αγέρα κραυγάζοντας:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

θ.
Έχουμε να ξοφλήσουμε το χρέος που μας άφησε
κληρονομιά καταραμένη ο δύστυχος προπάτορας Αδάμ,
τρώγοντας τον καρπό τον όχι του πρεπούμενο,
κι από τότε είμαστε σύνολη η ανθρωπότητα οφειλέτες·
τούτο σημαίνει πως δεν άρκεσε στη θεία βούληση
ο πρωτόπλαστος οφειλέτης
κι ο δανειστής ο παντοδύναμος
το χρέος το γυρεύει κι απ' τους απογόνους,
αδειάζοντας ολότελα το σπίτι του χρεώστη,
βγάζοντας όλους έξω από δαύτο·
γι' αυτό σου κράζουμε όλοι ω πανίσχυρε:
«πάμφτωχοι είμαστε και το ξέρεις ω Άγιε,
πλούσιος είσαι και σβήσε μας το χρέος·
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

ι.
Έχεις έρθει στη σάρκα την ανθρώπινη για τη σωτηρία μας
και μάρτυρας γι'αυτό που λέω ο προφήτης σου ο Ζαχαρίας,
ο που σε ονόμασε κάποτε κορυφή της πραότητας,
κορυφή της δικαιοσύνης και της σωτηρίας.
Κουραστήκαμε, νικηθήκαμε και είμαστε από παντού διωγμένοι,
πιστέψαμε πως ο Νόμος ηθελάτανε ο μόνος λυτρωτής μας,
μα ο ίδιος αυτός και για καλά μας έχει υποδουλώσει·
ακόμη κ' οι προφήτες μας μονάχα την ελπίδα μας αφήκαν·
γι' αυτό κ' εμείς στα γόνατα προσπέφτουμε
μαζί με τα αθώα νήπια
και σου ζητούμε γοερά το έλεος οι καταφρονεμένοι,
δέξου για χάρη μας το σταυρικό σου κι αδικο θάνατο
και σχίσε το χειρόγραφο του χρέους·
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις».

ια.
«Ω πλάσμα της παλάμης μου» ο πλάστης αποκρίθηκε
σ' αυτούς που με τέτοια λόγια τον ικετεύαν·
«τόξερα πως ο Νόμος δε γινότανε να σε σώσει
κι αυτός ειν' ο λόγος που ντύθηκα τη σάρκα
ερχόμενος στον κόσμο της πραγματικότητας·
τόξερα πως ο Νόμος δεν είχε τη δύναμη να σε λυτρώσει,
γιατί δεν ειν' ο Νόμος οπού σ' έπλασε κι ακόμη
δε γινότανε να σε σώσουν οι προφήτες οι οσοιδήποτε,
γιατί κι αυτούς εγώ τους έπλασα όπως και σένα·
εγώ λοιπόν έχω το χρέος να σε σώσω, μονάχα,
απ' αυτό το βαρύτατο χρέος που σε παιδεύει·
θα με πουλήσουν και θα δεις εσύ τη λευτεριά σου,
θα με σταυρώσουν εμένανε για να γλυτώσεις εσύ
απ' του θανάτου την ποινή και κακουχία,
ο θάνατός μου θάναι σαν ένα θεώρημα θυσίας
να σε διδάσκει και χαρούμενος να ψάλλεις:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

ιβ.
Μήγαρις για τους αγγέλους την αγάπη μου σπατάλησα;
μα για σένα το φτωχό κι ανήμπορο
ξεχύνω ολάκερο τον έρωτά μου·
και πλούσιος όντας έγινα φτωχός κ' εγώ κατά το μέτρο σου·
είναι πολύς ο πόθος μου για να σε λευτερώσω·
τη δόξα μου την έκρυψα στα φύλλα του ελέους
και πείνασα και δίψασα και φτώχηνα για σένα,
στα όρη ψάχνοντας απάνω, στα κρημνά και στα φαράγγια,
γυρεύοντας εσένα τον πλανώμενο· κι ονομάστηκα πρόβατο
βαθιά πονώντας σε με το θέλγητρο της αγνότητας να σε σώσω
και τσοπάνης ονομάστηκα και για σένα
τη ζωή μου θα παραδώσω,
θέλοντας απ' το χέρι του λύκου να σε λυτρώσω·
κι αυτά όλα τα πάσχω από έρωτα για σένα
πούχω λαχτάρα να φωνάζεις απ' τα βάθια σου:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις».

ιγ.
Μα ήτανε καιρός τα θεία ρήματα
στα πράγματα να κάνουν τόπο·
κι ως έφτασε στην πόλη μέσα ο Ιησούς
και της αλήθειας τους εχθρούς τους έκανε ν' αφρολυσσάξουν,
απ' των παιδιών το τόσο δοξολόγημα,
υψώνοντας το βλέμμα του το άγιο την πόλη φάνηκε ν' ατενίζει
κι αφού της είπε το που ύφανε βαθύ του μοιρολόι
ακούστηκε κράζοντας:
«Ώρα για να στενάξεις Ιερουσαλήμ, ω εσύ
πούχεις παιδιά με φρόνηση πατέρων
και δάσκαλους αληθινά σοφούς τους γυιους σου·
για το κακό και για την κάθε πονηριά
νεανική η δύναμή σου
και τ' αγαθό σούρχεται βάρος απ' το γήρας·
καλύτεροί σου ειν' όλοι τούτοι που σε μένα τραγουδούν:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

ιδ.
Τώρα σε σένα θάμπω σκοπεύοντας
να σ' αφήσω γιομάτος περιφρόνηση,
όχι κινούμενος από κανένα μίσος,
μα γιατί συ με μίσησες και μένανε και τους δικούς μου·
για ποια αιτία το σταυρό ξυλούργησαν τα τέκνα σου;
γιατί τη θάλασσα την έσχισα στα δυο σα νάτανε χιτώνας
με το ραβδί για να περάσουν·
για ποια αιτία τον τάφο μου τονέ λαξεύουν;
σ' αντάμειψη που με σωτήρια 
νεφέλη τους προστάτεψα κάποτε!
Νιώθω αήττητη χαρά που για χάρη τους ήρθα στον κόσμο
και στέργω τη θυσία μου ποθώντας το πεσμένο πλάσμα,
για να φωνάζουν όσοι μ' έχουν ποθητό και να αγάλλονται:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις».

ιε.
Έτσι τη νωθροκάρδια μεμφότανε την πολιτεία
κείνος που βλέπει μεσ' τα βάθη της καρδιάς
και μπαίνει μ' όλα του τα νήπια, του Σύμπαντος ο ιερέας,
μεσ' στο ναό τον ιερό, στο πατρικό του σπίτι,
και διώχνει βίαια τους έμπορους, διώχνει και τους αγοραστάδες,
φωνάζοντας με θεϊκιά οργή και λαύρο πάθος:
«τίποτα να μη μείνει, μα τίποτα, εδώ μέσα,
γιατί αλλιώς θα φύγουμε
κ' εγώ και ο Πατέρας και το Πνεύμα·
κ' οι τρεις μας τώρα βρήκαμε την ώρια κατοικιά μας
στην ίδια την καρδιά των πράων,
οπού κραυγάζουν αχόρταγα σε μένα και με πίστη:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις».

ιστ.
Υιέ Θεού πανάγιε σ' αυτούς
τους νήπιους κι αθώους υμνητές σου
κι όλους εμάς τους άλλους συναρίθμησε
και δέξου την ακόρεστη δική μας προσευχή
σαν τότε που δεχόσουνα και των παιδιών τους ύμνους.
Ελέησέ μας τα δικά σου πλάσματα,
που για χάρη μας τυλίχτηκες τη σάρκα
γιομάτος αρίφνητον έρωτα·
χάρισε την ειρήνη σου σ' όλες τις Εκκλησίες
τις τόσο σαλευόμενες απ' τους εχθρούς της καλοσύνης
και σε μένα το δύστυχο τον υμνογράφο τη συχώρεση
να μην τη φειδωλέψεις ω σωτήρα μου·
δόσμου τη χάρη να λαλώ για πάντοτε το θέλημά σου
κι ας μην το κάνει πια νωθρό η θλίψη το μυαλό μου·
κάνε με αγλαόκαρπο στα έργα και στα λόγια,
νάχω φωνή φωνάζοντας χαρούμενος·
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Ηέλτιος- ΤΟ ΑΛΜΑ

Στην ακροποταμιά,  μέσα στις καλαμιές,
στέκω  και περιμένω
μέχρι να δω κάποια στιγμή  την πέστροφα να  πετάγεται πάνω απ’ το νερό,
μέχρι να δω τη ράχη της να λαμπυρίζει στο φως κι έπειτα να βυθίζεται
ξανά στο άγριο   ρεύμα,
αφήνοντας πίσω της  το στιγμιαίο ίχνος  του απροσδόκητου--
την αιφνίδια λάμψη  απ’ το είδωλο του αγέννητου.

Ο Κώστας Τριπολίτης στην εκπομπή Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΟΥ

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Σπύρος Ποταμίτης- Ποιητική συλλογή «Αιθέρια αγκαλιά»

4. Δικό σου το αίμα μου

Φτερούγισμα του γέλιου σου το σούρουπο
γλυκοπνοή του γιασεμιού με απλωμένο χέρι 
στη ρίζα της καρδιάς έφτασε στις φλέβες μου…

Δικό σου το αίμα μου σε δέχεται σπορά χαρών
και σε μοιράζει στο κορμί μου βαθύ φιλί
υπέρτατης λαχτάρας που αναστατώνει
ότι στο κόσμο ετούτο ο χρόνος είχε σιωπήσει.

Δικό σου το βλέμμα μου στης αγάπης το γιορτάσι
καθώς ριζώνει μέσα σου κι ανθίζει η ζωή μου!
                                                                                                                                       6-9-2013
5
                                                                                                                                                                                       6-9-2013



Διαβάστε περισσότερα: http://spyros-potamitis-poiisi.webnode.gr/κντ.

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Ηέλτιος- ΛΕΥΤΕΡΑ ΠΟΥΛΙΑ

Στα σύνορα έφτασαν πετώντας τα πουλιά --
λευκά φτερά κι αλύτρωτα,
που μόλις πρόλαβαν και βγήκαν αναπετώντας
μέσα απ’ τον κάδο της λάβας  που χύνονταν
στις μήτρες  του χυτηρίου. 
Μούδιασαν προς στιγμήν οι αρχιμηχανικοί και οι καλουπατζήδες,
μα δεν πτοήθηκαν!

Ελεύθερος κελαϊδισμός,
ελεύθερη ψυχή
κι ο ποιητής ομολογητής που πρόλαβε και σ’ είδε,
λίγο πριν τον ομφάλιο λώρο σου κόψουν
και μέσα σε κλάματα 
στο columbarium σε κλείσουν.


Ηέλτιος- ΣΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Ω μορτάκι του Ήλιου!

Στην κορυφή της Χελιδόνας έφτασα να σε ψάχνω
στους ανθισμένους κλώνους  του τσαγιού, τις φτέρες και τα έλατα, 
κοντά σε κονάκια με φωτιές σβηστές
κι ένα λευκό πουκάμισο ματωμένο.

Που είσαι;
Πέρα κοιτάζω, στον ορίζοντα μακριά πάνω απ’  τα βουνά,
και βλέπω τους καπνούς που ανεβαίνουν
και τις φλόγες που υψώνονται 
απ’ τους βομβαρδισμούς των εξουσιομανών.

Να! Το θάνατο φοβόμουνα
κι απ’ τη ζωή  μαυροφορώ.

Μα εσύ,  μορτάκι του Ήλιου,
εσύ που ξέρεις τα περάσματα,
έλα και διώξε τα δαιμονικά
και σήκωσέ την μαζί της να χορέψεις -
το πανηγύρι είναι αύριο τ’ Αγιαννιού!

Δες,  έρχονται οι φίλοι σου˙
φόρα τα καλά σου και τρέξε  να τους υποδεχτείς,
στη βρύση να βγεις να τους καλωσορίσεις, όπως παλιά,
τότε που ανέβαιναν τη στράτα χαμογελαστοί
μαζί με τα παιδιά και τα εγγόνια τους
και με τις φοράδες τους φορτωμένες
σύκα και πιπεριές και κόκκινο κρασί,
κι άκουγες παντού σαλαγητά, σφυρίγματα και
ντουφεκιές να σχίζουν τον αέρα

Έλα, απ’ τον κόρφο της πληγωμένης Μάνας
λευτέρωσε   το χελιδόνι
κι άστο να πετάξει  το χάσμα να διαβεί
που άνοιξαν οι ερεβομανείς.

Έλα στην πλατεία όπου έφτασαν οι λαουτιέρηδες
να σύρεις το χορό και να σε δω να πετάς:
να παίζει το κλαρίνο κι εσύ μ’ ένα πάτημα στο χώμα
ν' απογειώνεσαι και να ψαλιδίζεις υψωμένος
το κενό και να γράφεις  κύκλους στον αέρα--
την ευλογία και  τον έρωτα της ζωής ομολογώντας!

ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΛΥΓΙΖΑΚΗΣ



ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΑΛΥΓΙΖΑΚΗ

ΑΡΓΥΠΝΙΑ

Γριές γυναίκες ξαγρυπνούσαν
δίχως έγνοια καμιά
το σπίτι να σκουπίσουν

να ξεσκονίσουν γυαλικά
στο μπουφέ του έρημου σπιτιού
με τα μισάνοιχτά του παραθύρια

την παραμελημένη αυλή
που οι άλλοι θάψανε
τον ποιητή μιας άλλης εποχής

των συγγενών μας τα κόκκαλα ξεχνώντας
και καν χωρίς μια σκέψη
για τα βρώμικα τους νύχια

στωικά περίμεναν
καθάρια επανάσταση
κι έσκαβαν τάφους
για τους μελλοντικούς νεκρούς

VIGIL

Old women vigilant
with no concern

to dust their coronals
to mop the floor
to rearrange their glassware
in the hatch of the decrepit house

half open windows
neglected yard
where they’ve buried
the poet of another era

bones of their relatives
forgotten, neglected
dirty fingernails

though stoically they wait
for a diaphanous revolution
preparing burial sites
for their future dead


ΣΩΣΙΑΣ 

Σίγουρα δεν ήμουνα εγώ
που έτρεχα χθες βράδυ στο προάστιο
με το πουκάμισο ολάνοιχτο
σαν ξεχασμένη ευσπλαχνία
με την καρδιά περιφραγμένη
στο γαλανό του αιθέρα λιόγερμα
σαν όνειρο που ξέχασε από πού ήρθε
δεν ήμουνα εγώ αλλά ο σωσίας μου
μες το σακκίδιο που έκρυβε
παλιά φωτογραφία δυο αστεριών
που κολυμπούσαν στο λιμνάκι
δίδυμα πρόσωπα ματιά μες στον καθρέφτη
κι εκεί μια στάλα παραπέρα
στεκόσουν εσύ και με παρώτρυνες
στην αγκαλιά σου να λουφάξω
το κόπο μου να ξεκουράσω
μα `γώ κρατούσα πάνω μου σφιχτά
εκείνο το μικρό το αντικλείδι
έτοιμος να το βάλω στην οπή
ν’ ανοίξω σαν τραντάφυλλο τον κόσμο


Certainly it wasn’t I who
last night jogged amid
the suburb houses
with my shirt unbuttoned
like forgotten piety
with my heart encompassed
by the auspices
of the orange dusk
a dream forgetful of its origin
it wasn’t I but my double
who in his bag had hidden
old picture of two stars
swimming in a crystal pond
twin faces, one mirror’s glance
and further on: a single drop
you stood coaching me
to hide in your arms
my tiredness to release though
I tightly held the little master key
ready to place it in the hole and
open the world like a bloomed rose

ΣΑΙΞΠΗΡΙΚΟΝ, Salonica, Greece, spring 2014

Φωτογραφία: Το ποίημα "ΑΓΡΥΠΝΙΑ" από το βιβλίο μου "ΙΕΡΟΔΟΥΛΕΣ", προς έκδοση από το ΣΑΙΞΠΗΡΙΚΟΝ.
Παραθέτω το ποίημα και στα αγγλικά για τους αγγλόφωνους φίλους μου.

ΑΓΡΥΠΝΙΑ

Γριές γυναίκες ξαγρυπνούσαν
δίχως έγνοια καμιά
το σπίτι να σκουπίσουν

να ξεσκονίσουν γυαλικά
στο μπουφέ του έρημου σπιτιού 
με τα μισάνοιχτά του παραθύρια 

την παραμελημένη αυλή 
που οι άλλοι θάψανε   
τον ποιητή μιας άλλης εποχής

των συγγενών μας τα κόκκαλα ξεχνώντας 
και καν χωρίς μια σκέψη 
για τα βρώμικα τους νύχια 

στωικά περίμεναν 
καθάρια επανάσταση  
κι έσκαβαν τάφους 
για τους μελλοντικούς νεκρούς

VIGIL

Old women vigilant
with no concern

to dust their coronals
to mop the floor
to rearrange their glassware
in the hatch of the decrepit house

half open windows
neglected yard
where they’ve buried 
the poet of another era

bones of their relatives 
forgotten, neglected 
dirty fingernails

though stoically they wait
for a diaphanous revolution
preparing burial sites 
for their future dead

ΑΓΡΥΠΝΙΑ" από το βιβλίο ,"ΙΕΡΟΔΟΥΛΕΣ", 


ΑΡΝΗΣΗ

Δισταχτικά το φεγγαρόφωτο
θρονιάζεται στο κομοδίνο 
περίγραμμα του φλογισμένου της κορμιού
στο έρημο κρεβάτι απλωμένο

σαν ασύστολος επιδρομέας
η χινοπωριάτικη αύρα κλεφτά
ορμά απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο
τις γάμπες της να δει, που απαλά
τρίβονται η μια πάνω στην άλλη

τα δυο της δάχτυλα κυλούν
αργά πάνω στην υγρή της ήβη

ακούσια συνωμοσία ανέμου
και παραθυρόφυλλου, δημιουργούν
ένα τρίξιμο θλιμμένο
που στην πραγματικότητα τη φέρνει

παλμοί καρδιάς ανακλώνται
στου καθρέφτη την ανταύγεια
και πέφτοντας στο πάτωμα νεκροί
κραυγάζουν “άδικη μοίρα κι αυτήν ακόμα
του ονείρου τη χαρά μου αρνήθηκες”.

DENIAL

Hesitant moonlight enters
to sit on the night table
outline of her conflagrated body
laid on the deserted bed

shameless raider
the autumn breeze sneaks through
the half open window
to observe her two thighs
softly rubbing against each other

two fingers travel over
her wet mound

involuntary conspiracy of wind
and window shutter
create sorrowful creak
that brings her to consciousness

heart beats bounce off
the gleaming mirror to fall
dead onto the carpet crying
“unfair life even this dreamy
pleasure you deny me.”
Manolis Aligizakis

(Απ' το νέο βιβλίο ποίησης που εκδίδεται εδώ στη Β. Αμερική 
στα ελληνικά και στα αγγλικά.)

ΨΩΝΙΑ

Η ξανθιά κοπέλα στο ταμείο με κοίταξε καχύποπτα
και περίμενε να πληρώσω το λογαριασμό. Την τελευταία
φορά που εξομολογήθηκες πόσο σου ζήτησε ο παπάς, αναρωτήθηκα 

κι αφήνοντας τις δυο σακούλες με τα ψώνια
άρχισα νευρικά τις τσέπες μου να ψάχνω ενώ ο γέρος
πίσω μου γέλασε μια μπόχα κρασιού ανακατεμένη με
καλοσύνη που η ματιά της ξανθιάς με είχε κιόλας
αναλύσει και μ’ είχε βρει πτωχό. Κι εγώ συνέχισα
το ψάξιμο λέγοντας στον γέρο πίσω μου,
‘κάθε φορά το ίδιο μου συμβαίνει’, τόσο απλό χαμόγελο
κι απλή η δυσωδία αλκοόλ κι η καλωσύνη και καν
δεν ήξερα ο άνθρωπος πίσω μου πως ήτανε κωφάλαλος
όμοια με τη συννεφιασμένη μέρα.

~Μου αρέσουν όλοι όσοι περιφρονούν τα πάντα, γιατί αυτοί
λατρεύουν και ποθούν το πέρασμα στην άλλη όχθη.

ΨΩΝΙΑ Απ' το βιβλίο :"ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ"


O Μανώλης Αλυγιζάκης γεννήθηκε στο χωριό Κολυμπάρι δυτικά απο τα Χανιά της Κρήτης το 1947. Όταν ήταν σε παιδικη ηλικία η οικογένεια του μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη πρώτα και μετα στην Αθήνα όπου εσπούδασε παίρνοντας πτυχίο Πολιτικών Επιστημών απο το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία για δυο χρόνια και το 1973 μετανάστευσε στο Βανκούβερ του Καναδα όπου ζει. Παρακολούθησε μαθήματα αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Σάιμον Φρέιζερ. Έχει γράψει τρία μυθιστορήματα ("Στρατής ο Ρούκουνας", εκδ. Μαυρίδης, 1981, "Petros Spathis"-στα αγγλικά, Libros Libertad, 2008, και "The Circle"-στα αγγλικά, Libros Libertad, 2011), περισσότερα από δεκαπέντε βιβλία ποίησης, που άρχισαν να εκδίδονται τα τελευταία χρόνια με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Manolis, αρκετά άρθρα, διηγήματα και μελέτες στα αγγλικά και στα ελληνικά που έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ανθολογίες και εφημερίδες. Επίσης, έχει μεταφράσει στα αγγλικά ποίηση των Κ.Π. Καβάφη, Γιώργου Σεφέρη και Γιάννη Ρίτσου. Μετά απο χρόνια δουλειάς ως βοηθός σιδηρουργού, εργάτης στα τρένα, ταξιτζής και χρηματιστής, πήρε σύνταξη και τώρα ζει σε προάστιο του Βανκούβερ στον Καναδά όπου ασχολείται με το γράψιμο, τον κήπο του και με ταξίδια. Το 2006 ίδρυσε τον εκδοτικο οίκο Libros Libertad με σκοπό την έκδοση λογοτεχνικών βιβλίων. Ποιήματα του απο την ανέκδοτη συλλογή "Νόστος και άλγος" απέσπασαν το δεύτερο βραβείο στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ του οργανισμού του Ωδείου Φουντούλη του 2011 και διήγημά του με τίτλο "Γενέθλια" απέσπασε το τρίτο βραβείο του ίδιου διαγωνισμού.

ΠΗΓΕΣ

http://alisaxnh.blogspot.gr/2014/05/vigil-old-women-vigilant-with-no.html

Μανώλης Αλυγιζάκης "ΙΕΡΟΔΟΥΛΕΣ"

(Από την έκδοση)

ΔΕΙΛΙΑ
Που δεν τόλμησες
βαθύ μαστίγωμα
στην πλάτη σου του χρόνου
το σημάδι

και ρώτησες τον άνεμο
γιατί δεν σού `πε

το μυστικό της λευτεριάς
πως δεν κρυβόταν
σε μια πράξη σου θαρραλέα

μονάκριβη εικόνα
κι όμως βαριά θε
να την κουβαλείς
μέχρι το μνήμα

ΠΑΙΔΙΣΚΗ
Δροσοσταλιές θλιμμένες
και το φεγγάρι
μέσα τους να πλατσουρίζει
δίχως ντροπή, γυμνό
που η άσπιλη παιδίσκη
αδάγκωτο ροδάκινο κάτω
απ’ τ’ αλαφρύ σεντόνι
βρίσκεται απλωμένη
κι ο γκιώνης να αγκομαχεί
στην ερημιά της αποθήκης
και το τριζόνι να λογομαχεί
με την ανταύγεια της νύχτας
και η μικρή εσθήτα της
στη ράχη της καρέκλας αφημένη
ξημέρωμα να προσδοκεί
για ν’ αγκαλιάσει
τα μικρά της στήθια με την αγάπη
μάνας που προστατεύει τα παιδιά της

ΕΙΚΟΝΑ
Τ’ ακροδάχτυλά μας αγγίζουν
το φως συνωμοτεί
με τον αγέρα
να φτιάξουν
το άηχο
ποίημα



Από Palmografos.com: Palmografos.com - "Ιερόδουλες", η νέα ποιητική συλλογή του Μανώλη Αλυγιζάκη Εκδόσεις Σαιξπηρικόν. Μόλις κυκλοφόρησε
Βιβλιοπωλείο ΠΟΛΙΤΕΙΑ..

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ

Ψυχής πέρατα ιών ουκ αν εξεύροιο, πάσαν επιπορευόμενος οδόν
                                Ηράκλειτος (απ.45)

… οι Έλληνες (οι  Έλληνες!) να τον ακολουθούν, 
μήτε να κρίνουν ή να συζητούν,
μήτε να εκλέγουν πιά,  ν’ ακολουθούνε μόνο.
                Καβάφης (Ηρώδης Αττικός). 

Στην ακροποταμιά περπατώ των αιώνων με τα μαύρα βότσαλα
και τα συντρίμμια του Είναι μου μετρώ
που άφησαν στο πέρασμά τους τα πέλματα των Κυκλώπων.

Ψηλά, ανάμεσα στους λόφους των Νυμφών και των Μουσών,
όπου το λόγο  έδινε  κάποτε  της μυρτιάς το στεφάνι
και την ισηγορία κράταγε του χρόνου η κλεψύδρα,
τώρα σιώπησαν  οι φωνές και δίχως  τρόπο έμειναν οι Αθηναίοι 
ν’ αποφασίσουν  για την  πόλη τους    
κι  αυτό που ήτανε να είναι ο καθένας να φανερώσουν.

Γκρεμίστηκαν  του  Σόλωνα οι θεσμοί,  που επέτρεψαν στην πόλη 
πρόσκαιρα να γαληνέψει,
γκρεμίστηκε του Κλεισθένη. και του Περικλή ο ελεύθερος Δήμος
και  στον πόλεμο όντας μπλεγμένοι οι  Έλληνες
- μεταξύ τους ακόμα και με τους βαρβάρους-,
υπήκοοι έγιναν ολιγαρχών και  ανθυπάτων, 
κάτω απ΄του φιλοσόφου-βασιλιά το φάντασμα.

Τον Ηρώδη Αττικό τώρα ακολουθούν,
προπαρασκευαζόμενοι τον εκπρόσωπο  να δεχτούνε,
με  τους αργυραμοιβούς στην αγορά να κρυφοχαμογελούν
και στους ναούς να μπαίνουν τις αμαρτίες τους να ξεπλύνουν.

Πέρασαν αιώνες
με τον εκπρόσωπο πάντα στη θέση του,
το  Απόλυτο   φωτοστέφανο πάντα γύρω από τις εξουσίες,
και το φάντασμα  ζωντανό να ξεδιπλώνει και ν’ανεμίζει  τις σημαίες,
ενώ κάτω ο λαός να βογγά  και να εξαπατιέται,
και μαζί του εγώ, που ξόδεψα μια ζωή
μέχρι να βεβαιωθώ και να το πιστέψω!