Ένα παλιό μου ποίημα //An old poem
ΑΜΟΡΦΟΣ
Ήμουν εκεί
προτού στη μήτρα μπω
καπνός από φωτιά που σιγοσβύνει
αγέρας που χτυπά το παραθύρι σου
του είναι σου ρωγμή και δέτης
τραγούδι ήμουν του πανηγυριού
εσπερινής ακολουθίας ύμνος
πριχού πάρω το σχήμα ζωντανού
και το `νομά μου να διαλέξω
ήμουν εκεί
άρωμα κόκκινου τριαντάφυλλου
ενός πουλιού πετάγισμα
ήμουν του δειλινού λυγμός πορτοκαλής
πριχού στης σάρκας την παγίδα μπω
της θάλασσας αλάφριο κύμα
μονιάς αητός των πέτρινων κορφών
απ΄τα ψηλά εσένα κοίταζα
ήμουν εκεί πριχού να γεννηθώ
λεύθερος κι ασχημάτιστος
του αιώνειου συντρόφι
ένας απλός αναστεναγμός
που μέλλονταν τα χείλη σου να βάψει
ήμουν εκεί
χαρμόσυνος καμπάνας ήχος
ήμουν εκεί
ο απροσδιόριστος
AMORPHOUS
Before I entered the uterus
I was there
smoke of a fire slowly extinguishing
wind hitting your blue window
crack of your being, a tight grip
song of the funeral procession
before I took the shape of life
before I choose my name
I was there
scent of a red rose
the bird’s first flutter
before I entered the trap of flesh
the softest wave of the sea I was
lone eagle on rocky promontory
from high up watching over you
before I was born I was, shapeless
free companion of the infinite
a simple sigh destined
to scar your lips
There I was a joyous chime of a bell
there I was the indeterminable