«Ακούστε τώρα και θαμάστε! Ο Αλέξιος ο Άγγελος γκρέμισε απ’ το θρόνο τον αδερφό του Ισαάκιο και γένηκε αυτός βασιλιάς. Ο Αλέξιος ο Γ΄. Και επειδή δεν το σήκωνε η καρδιά του να σκοτώσει τον αδερφό του, τον τύφλωσε και τον έκλεισε σε μοναστήρι. Δεν ακούτε που λέμε, έβγαλαν τα μάτια τους αναμεταξύ τους; Ο γιος του Ισαάκιου, Αλέξιος κι αυτός, ορκίστηκε να εκδικηθεί το θείο του και να γίνει βασιλιάς ο ίδιος. Αλέξιος ενάντια σε Αλέξιο. Ανεψιός ενάντια σε θείο.
»Και τι κάμνει, που λέτε, ο ανεψιός! Μια και δυο παγαίνει στον πάπα και γυρεύει βοήθεια! Αυτό κι αν ήτανε κατάντημα! Ο πάπας, που δεν ήθελε ν’ ανακατευτεί φανερά στη φαγωμάρα, τόνε στέλνει στους σταυροφόρους. Αυτοί ήτανε στρατιώτες με αλόγατα και όπλα, απ’ ούλη την Ευρώπη. Είχανε, λέει, άγιο σκοπό. Να λευτερώσουνε τα Γεροσόλυμα απ’ τους μουσουλμάνους. Άλλες τρεις φορές το δοκίμασαν παλιότερα, μα και δεν τα κατάφεραν. Μα και σ’ αυτουνούς, κουμάντο έκαμνε ο πάπας με τους Βενετούς. Πάει, λοιπόν, ο Άγγελος ο ανεψιός στους Βενετούς, τον Απρίλη του 1203, και τι τους λέει!
“Αντίς να πάτε στα Γεροσόλυμα να διώξετε τους Τούρκους, δεν περνάτε πρώτα απ’ την Πόλη να διώξετε το θείο μου απ’ το θρόνο; Χαμένοι δε θα βγείτε. Οι στρατιώτες σας θα καλοπλερωθούνε. Για τον άγιο πατέρα, τον πάπα, θα κάμω ό,τι είναι μπορετό, να σμίξουνε οι εκκλησίες μας με αρχηγό τον ίδιο. Όσο για σας και τον τιμημένο δόγη σας, σας τάζω πως μονάχα εσείς θα κάμνετε κουμάντο στο εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας”.
»Αυτοί άλλο που δεν ήθελαν. Ήρθε η ώρα να βγάλουνε το άχτι τους για την Πόλη, που ήτανε καρφί στα μάτια τους. Αρμάτωσαν στρατό, μπήκανε στα καράβια και κίνησαν. Όντας ζύγωσαν και αντίκρισαν την Κωνσταντινούπολη, απόμειναν με το στόμα ορθάνοιχτο. Τι ήτανε αυτό που έβλεπαν! Ποτές δεν φαντάζονταν τέτοιαν εμορφιά. Ούλα τούς φαίνονταν σαν βγαλμένα από παραμύθι. Τα αψηλά της κάστρα με τους μεγάλους κουλάδες, τα θεόρατα παλάτια κι οι μεγάλες εκκλησιές της, όπως καθρεφτίζουνταν στη θάλασσα, τους μάγεψαν. Είχανε ακουστά για τις εμορφιές της Πόλης, μα αυτό που έβλεπαν δεν το έβαζε ο νους τους! Η ζούλεια φούντωσε πιότερο μέσα τους και την έζωσαν από στεριά και θάλασσα. Νε* να μπεις νε να βγεις.
»Σαν είδε ο Αλέξιος ο Γ΄, πως ο στρατός του δε θα βαστήξει, μαζώνει απ’ το παλάτι ούλους τους θησαυρούς και μια νύχτα του Αλωνάρη (1203) φεύγει κρυφά σαν κλέφτης για τη Θράκη. Το πρωί, όντας μαθεύτηκε πως ο βασιλιάς έφυγε, τρέχει στο παλάτι ο ανεψιός και αρπάζει το θρόνο. Έτσι, αποβραδίς είχαμε βασιλιά τον Αλέξιο τον Γ΄, το θείο, και το πρωί τον Αλέξιο τον Δ΄, τον ανεψιό.
»Ο καινούργιος βασιλιάς πιάνει τη φαμίλια του θείου του, τη φυλακώνει και φεύγει για τη Θράκη, να κυνηγήσει το θείο του. Μέχρι το Νοέμβρη του 1203 δεν κατάφερε να τον πιάσει. Σαν γύρισε απ’ τη Θράκη, βρήκε τους σταυροφόρους ξεσηκωμένους να γυρεύουνε τα ταμένα. Πού να τα βρει όμως! Κλέψε ο ένας, φάε ο άλλος, δεν απόμεινε τίποτα. Μάζωξε από δω κι από κει ό,τι μπόρεσε, μα ήτανε πολύ λίγα. Δεν έφταναν. Τους γύρεψε να κάμουνε υπομονή ως την άνοιξη, που θα μάζωνε τους φόρους. Αυτοί αγρίεψαν και ξέσπασαν στα χωριά τρόγυρα απ’ την Πόλη. Άρπαζαν ό,τι ήθελαν, σαν το χειρότερο οχτρό. Ο κοσμάκης αγανάχτησε. Μια νύχτα του Γενάρη του 1204, ένας συγγενής του ανεψιού, Αλέξιος κι αυτός, μπαίνει κρυφά στο παλάτι, παίρνει το κεφάλι του βασιλιά και γένεται αυτός βασιλιάς. Είναι ο Αλέξιος ο Ε΄. Απ’ τον τρίτο, φτάσαμε, εμέν εμέν*, στον πέμπτο.
»Ούλα αυτά τα ανέβα κατέβα των βασιλιάδων δεν άρεσαν στους σταυροφόρους. Έβλεπαν πως δεν πρόκειται να τους πλερώσει κανείς τα ταμένα και αποφάσισαν να τα πάρουνε μοναχοί τους.
Ο Αλέξιος ο Ε΄, για να γλιτώσει, μαζώνει ό,τι είχε απομείνει στο παλάτι και φεύγει, νύχτα κι αυτός, για τη Θράκη. Όπως βλέπετε, πέσαμε σε νοικοκυραίους!
»Έτσι, ξημέρωσε εκείνη η μαύρη μέρα. Ήτανε 12 τ’ Απριλιού, στα 1204, όντας μπήκανε στην Πόλη οι οχτροί. Ανθρώπινος νους δεν μπορεί να χωρέσει ούλο το κακό που έκαμαν. Χριστιανοί, ντεμέκ, που θα λευτέρωναν τα Γεροσόλυμα απ’ τον αλλόπιστο, φέρθηκαν δέκα φορές χειρότερα απ’ τον Τούρκο! Έπεσαν σαν τα λυσσασμένα σκυλιά σε μιαν ανήμπορη πολιτεία και τη μακέλεψαν. Σκότωσαν γέρους, γυναίκες και παιδιά. Ντρόπιασαν μικρά κορίτσια, γυναίκες και γριές. Τις εκκλησιές τις ξεγύμνωσαν. Άρπαξαν άγια λείψανα, κονίσματα, τάματα, κειμήλια, μαλάματα κι ασήμια και τα κουβάλησαν ούλα στον Άγιο Μάρκο της Βενετιάς και σ’ εκκλησιές της Φραγκιάς. Έβαλαν φωτιά κι έκαψαν ολάκερους μαχαλάδες. Απ’ τη μανία τους δε γλίτωσαν μήτε τα αγάλματα. Όσα ήτανε βαριά και δεν μπορούσαν να τα κουβαλήσουν στα καράβια, τα γκρέμισαν και τα κομμάτιασαν.
»Μέρες βάστηξε αυτός ο χαλασμός. Κι όντας έπεσε ο πυρετός τους κι αποκαμωμένοι αποτραβήχτηκαν στα καράβια τους να μετρήσουνε τα καζάντια τους, φάνηκε η μεγάλη συφορά. Τρόμος κι ερήμωση, απ’ άκρη σ’ άκρη σ’ ούλην την Πόλη. Παντού χαλάσματα κι αποκαΐδια. Καπνοί, ανακατωμένοι με τη μυρωδιά απ’ τα καμένα, ταξίδευαν με τον αγέρα ως αντίκρυ στη Μικρασία, φέρνοντας ίσαμε εκεί το μαύρο μαντάτο. Οι δρόμοι αδειανοί. Οι ζωντανοί χαμένοι. Μονάχα αδέσποτα σκυλιά, κι αυτά φοβισμένα, τριγύριζαν ανάμεσα στα άψυχα κορμιά, που κείτουνταν ακήδευτα μέρες στα σοκάκια. Όσοι γλίτωσαν μανταλώθηκαν στα σπίτια τους και δεν κόταγαν να βγούνε όξω.
»Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήτανε κι αυτή αποθαμένη και ακήδευτη. Τήνε κήδεψαν ύστερις από λίγες ημέρες, όντας ανέβασαν στο θρόνο Φράγκο βασιλιά και Φράγκο πατριάρχη».
Γεώργιος Μάνος
ΧΡΟΝΟΙ ΔΙΣΕΚΤΟΙ ΚΑΙ ΜΗΝΕΣ ΟΡΓΙΣΜΕΝΟΙ
Ιστορικό αφήγημα
Εκδόσεις Λόγος & Εικόνα
Απόσπασμα
Οι φωτογραφίες από το διαδίκτυο.