"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Παρασκευή 11 Απριλίου 2014
Πέμπτη 10 Απριλίου 2014
Τετάρτη 9 Απριλίου 2014
Τι είναι ποίηση; Μικρό αφιέρωμα με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης.
5ο Γυμνάσιο Ηρακλείου Κρήτης.
Ποιητικά θραύσματα
Άνθρωποι που δε
γνώρισα ποτέ μου δώσαν το αίμα μου και τ’ όνομά μου
στην ηλικία μου χιονίζει, χιονίζει αδιάκοπα μια κίνηση πάντα σα να ΄θελα να προφυλαχτώ από ’να χτύπημα δίψασα για όλη τη ζωή, κι όμως την άφησα για ν’ αρπαχτώ απ’ τα πελώρια αγκάθια της αιωνιότητας, η σάρκα μου ένας επίδεσμος γύρω απ’ το αυριανό μου τίποτα κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει στον πόνο μου εκτός απ’ τον ίδιο μου τον πόνο –είμαι εδώ, ανάμεσά σας, κι ολομόναχος, κ’ η ποίηση σα μια μεγάλη αλήθεια που την ανακαλύπτεις ύστερ’ από χρόνια, όταν δεν μπορεί να σου χρησιμέψει πια σε τίποτα. Επάγγελμά μου: το ακατόρθωτο. (Δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 141, Σεπτέμβρης 1966, σελ. 137) |
Παρασκευή 4 Απριλίου 2014
Τετάρτη 2 Απριλίου 2014
Σάββατο 29 Μαρτίου 2014
Σάββατο 22 Μαρτίου 2014
Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014
Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά.mp4
Παρασκευή, 3 Δεκεμβρίου 2010
Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά..
To παρακάτω βίντεο προέρχεται από τον 14χρονο μαθητή Λουκά Λελόβα (2ο Γυμνάσιο Πρέβεζας), το οποίο απέσπασε το πρώτο βραβείο στον πανελλήνιο διαγωνισμό ταινιών μικρού μήκους της ΕΡΤ για το 2010.
Το βίντεο έκλεισε τις ομιλίες του 2ου TEDxAthens που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Παρασκευή. Το κοινό χειροκρότησε με θέρμη τον ταλαντούχο πιτσιρικά που αφού αναφέρθηκε στις εμπνεύσεις του αποχώρησε γεμάτος αμηχανία.
Οι φράσεις προέρχονται από το έργο του Οδυσσέα Ελύτη “Μαρία Νεφέλη”.
Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά..
To παρακάτω βίντεο προέρχεται από τον 14χρονο μαθητή Λουκά Λελόβα (2ο Γυμνάσιο Πρέβεζας), το οποίο απέσπασε το πρώτο βραβείο στον πανελλήνιο διαγωνισμό ταινιών μικρού μήκους της ΕΡΤ για το 2010.
Το βίντεο έκλεισε τις ομιλίες του 2ου TEDxAthens που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Παρασκευή. Το κοινό χειροκρότησε με θέρμη τον ταλαντούχο πιτσιρικά που αφού αναφέρθηκε στις εμπνεύσεις του αποχώρησε γεμάτος αμηχανία.
Οι φράσεις προέρχονται από το έργο του Οδυσσέα Ελύτη “Μαρία Νεφέλη”.
Μες στο κενό θησαύριζα και τώρα πάλι
μες στους θησαυρούς μένω κενός.
μες στους θησαυρούς μένω κενός.
***
Δεν είναι αυτός πλανήτης
στουμπωμένος δηλητηριώδη αέρια
στουμπωμένος δηλητηριώδη αέρια
***
Μια νομοθεσία εντελώς άχρηστη για τις Εξουσίες θα ‘τανε αληθινή σωτηρία.
***
Κανε το άλμα πιο γρήγορα από την φθορά
***
Η παρακάτω φράση αναγράφεται από το
Διονύσιο Σολωμό στο έργο “Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι”
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη
Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014
SakTsak: Ελλάδα, 2014
Ελλάδα, 2014
Γράφει ο SakTsak
Τα Χριστούγεννα είχαν πια ξεχαστεί. Τα όποια ψήγματα αισιοδοξίας και χαμόγελου είχαν αντικατασταθεί από τη γνώριμη σε όλους μιζέρια. Εκτός από έναν.
Ο μικρός Χριστόδουλος το είχε αποφασίσει. Θα το έσκαγε! Από μήνες το σχεδίαζε και επιτέλους έφτασε η ώρα. Είχε κάνει τόσο καιρό υπομονή…
Ήταν ξημερώματα μιας διαφαινόμενης υπέροχης ημέρας. Η αυγή χρύσιζε στο βάθος και με ανεβασμένα τα ποσοστά αισιοδοξίας, ο Χριστόδουλος περπατούσε αργά προς τη σωτηρία.
Στην επόμενη γωνία τον περίμενε ο φίλος του ο Μιχαλάκης. Ειδήμων σε ότι είχε να κάνει με αυτοκίνητα. Λίγες ώρες νωρίτερα είχε κλέψει από τη ΔΕΗ ένα εταιρικό αυτοκίνητο και το είχε «πειράξει» λιγάκι αλλάζοντας τις πινακίδες.. στην αρχή δυσκολεύτηκε λίγο να το βάλει μπροστά, αλλά ευτυχώς ήταν εξπέρ στις μίζες..
Στο ντουλαπάκι υπήρχαν ήδη η νέα ταυτότητα του Χριστόδουλου κι ένα εισιτήριο για τη Μαλαισία. Διέσχισαν τρέχοντας τα πρώτα χιλιόμετρα, ενώ από πάνω τους η χθενισοβραδινή αιθαλομίχλη διαλυόταν σιγά σιγά…
Ο ήχος της μηχανής ξύπνησε το Μηνά που ήταν ξαπλωμένος σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου που περισσότερο έμοιαζε με σουίτα ξενοδοχείου, παρά με αυτό που δήλωνε. Ο «κοντός», όπως ήταν το παρατσούκλι του, άλλαξε πλευρό μουρμουρίζοντας: “κάποιοι άνθρωποι δε σέβονται τίποτα..”. Η δήλωση αυτή, έκανε τον αστυνομικό στο δωμάτιο να χαμογελάσει, καθώς θυμήθηκε τη δασκάλα του στο δημοτικό που πάσχιζε να τους εξηγήσει το οξύμωρο σχήμα..
Μερικά θαλασσοδάνεια μακριά, στις γειτονικές Η.Π.Α., ο Φίλιπ αναρωτιόταν τι πήγε στραβά. Αναλογιζόταν πόσο κακό μπορεί να σου κάνει ένα και μόνο γράμμα. Δεν ήξερε πως όταν το συγκεκριμένο γράμμα είναι κεφαλαίο και δις επαναλαμβανόμενο, μπορεί να προκαλέσει ανείπωτη χαρά αλλά και αντίστοιχη δυστυχία!
--------------------------------------------------------------------------
Ο ήλιος είχε ανέβει πια αρκετά – η πράσινη απομίμηση αυτού αντιθέτως μόνο έπεφτε – και ο μικρός Αντωνάκης έπαιζε με τους φίλους του.
- Είμαι πρόεδρος! Φώναζε συνεχώς.
- Κι εγώ είμαι πρόεδρος! φώναξε δυνατά ο μικρός Μπένι πίσω του, αλλά δεν τον άκουσε κανείς (όχι ότι τον ένοιαζε, αρκεί που το άκουγε αυτός).
- Ανάπτυξη! Πλεόνασμα! Έξοδος στις αγορές! Είπε εν είδει παραληρήματος ο Γιαννάκης με τις σακούλες στα μάτια του να είναι πιο μαύρες από ποτέ.
- Παρών! Ακούστηκε μια φωνούλα μέσα από τη ντουλάπα.
- ΣΚΑΣΜΟΣ ΟΛΟΙ ΣΑΣ! Γκάριξε η γερμανίδα, τρίβοντας το πονεμένο της γοφό..
--------------------------------------------------------------------------
- Όχι, όχι, όχι! Ο Άγιος Βασίλης είναι κακός. Ναι, ΚΑΚΟΣ!
- Σώπα κοριτσάκι μου. Γιατί το λες αυτό; Αφού σου έφερε μια υπέροχη κούκλα. Έλα, φέρτη να παίξουμε μαζί.
- Δεν τη θέλω τη κούκλα! Εγώ δεν του ζήτησα κούκλα, άλλο του ζήτησα!
- Έλα μωρό μου ησύχασε. Σκούπισε τα ματάκια σου και πες μου τι του ζήτησες. Ίσως απλά να καθυστέρησε το δώρο σου και να έρθει αύριο ή μεθαύριο. Πες στο μπαμπά τι του ζήτησες λοιπόν;
- Του ζήτησα… να σου βρει μια δουλειά! Αυτό του ζήτησα! Και να μην είσαι στεναχωρημένος ούτε εσύ ούτε η μαμά. Και να φέρει και φάρμακα για τη γιαγιά.. Αυτά του ζήτησα!
Ο πατέρας γύρισε το κεφάλι από την άλλη για να κρύψει από τη μικρή τα γεμάτα δάκρυα μάτια του, αδυνατώντας να βρει λέξεις για να παρηγορήσει τον άγγελό του, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό..
Την ίδια στιγμή από την τηλεόραση ακουγόταν ένα παπαγαλάκι που ζητωκραύγαζε για κάποια λευκή εβδομάδα…
Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014
Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013
ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΚΑΛΙΟΣ
Αναπολήσεις
(σε
βαρναλικό στυλ)
Φοράω
τα τσαρούχια μου
Τα
δένω όσο μπορώ καλά
Πάω
για ξύλα και κλαδιά
Μαζί
με τʼ άλλα τα παιδιά
Είναι
χειμώνας και βαρύς
Για
να πεθάνουμε θαρρείς
Είναι
βαρύς
Ρούχα
ζεστά που να τα βρεις
Ένα
σακάκι μα κι΄αυτό
Φτιαγμένο
από μουσαμά
Με
της Μαμάς τα χέρια
Για
χειμώνα και για καλοκαίρια
Το
φαγητό πολύ φτωχό
Μια
φέτα ψωμί καλαμποκιού
Κι
ένα κρεμμύδι ζωντανό
Κι
ένα αυγό που τόχει βρει
Η
Μάνα στο σανό
Κότα
δικιά μας πουθενά
Τις
φάγαμε, να εδωνά
Και
στέρεψε το βιος μας
Βάσανο
σκέτο η ζωή
Βάσανο
και η συλλογή
Για
έναν άλλο κόσμο
Ηλιούπολη
2013
Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013
Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013
Άλκης Αλκαίος- Σωκράτης Μάλαμας: ΝΥΧΤΟΛΟΥΛΟΥΔΟ
Στίχοι: Άλκης Αλκαίος Μουσική: Σωκράτης Μάλαμας
Παραμονές του θερισμού
πέφτουν νιφάδες του χιονιού
νιφάδες που γιναν δροσιά
στη βραδινή σου φορεσιά
Περιπλανώμενες σκιές
μετράνε κέρδη και ζημίες
κι εγώ στη κρύα κόχη σου
τα "ίσως" και τα "όχι" σου
Άνοιξε νυχτολούλουδο
να δω την ομορφιά σου
άμα δε χάσω το μυαλό
πώς θα βρω την καρδιά σου
Άκου του άνεμου την πνοή
άγνωστο θαύμα η ζωή
καταμεσής στο πουθενά
ελπίδες κι όνειρα γεννά
Σταλιά-σταλιά με τον καιρό
Τρυπάει τη πέτρα το νερό
και μια μικρή ραγισματιά
απλώνει ρίζες και κλαδιά
Πέμπτη 16 Μαΐου 2013
Τρίτη 30 Απριλίου 2013
Μαρίνα, Ρένα Χατζηδάκη- ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ
Μαρίνα,
Ρένα Χατζηδάκη
Ι
Καθώς το παιδί, που σημαδεύεται απ’ την πρώτη γνώση της μοναξιάς,
ο καιρός κι η απαντοχή θα κάνουνε συντρίμμια την καρδιά μου
και θα `χω χάσει για πάντα τους δρόμους, τους δρόμους μου,
σα θα μ’ αφήσουνε να βγω από δω.
Θα γυρίζω γυρεύοντάς σε παντού,
στα ισοπεδωμένα τοπία,
στα κομματάκια εκείνου του καθρέφτη,
στις σπαταλημένες ματιές,
να βρω ξανά το πρόσωπό σου, την καρδιά μου γυρεύοντας
και θα μιλώ και θα μιλώ τη γλώσσα,
που ήταν κάποτε δική μας,
που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας που μας είχε απομείνει
μέσα στους ίσκιους των νεκρών χρωμάτων
των νεκρών εικόνων
όταν οι νύχτες μας ήταν απλά επεισόδια
της μεγάλης νύχτας που άρχισε πριν πόσον καιρό;
Πώς να μετρήσω τον καιρό εδώ μέσα,
τις σεληνιακές σου διαλείψεις,
τ’ αστρικά σου πηδήματα.
Πώς να μετρήσω την πορεία μου τεθλασμένη,
την απρόβλεπτη τροχιά της απουσίας σου,
μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο,
μες στην καρδιά της πόλης που ήταν κάποτε δική μου
και τώρα την διαγουμίζουνε τα τανκς;
Εφτάπυλο το χάος,
στεγανό πολιορκημένο μέσα κι έξω από το φόβο με τα χίλια πρόσωπα.
Οι φωνέςτων ανιάτων κοπάζουν κάθε βράδυ στις πεντέμισι.
Οι σειρήνες λεηλατούν κάθε βράδυ τη σιωπή.
Οι κοιμισμένοι κάθε βράδυ ανεξιχνίαστοι νεκροί.
Και πάλι, πάντα πού είναι τα χέρια σου;
Η φωνή σου πού;
Θ’ αντέξουν και απόψε τα τοιχώματα; Ή θα χιμήξει το σκοτάδι;
Πώς να μετρήσω;
Καθώς η πρώτη γνώση της μοναξιάς
που σημαδεύει έφηβο κιόλας το παιδί
η απουσία σου καρφώθηκε μαχαίρι κατακόρυφο στο χωροχρόνο μου
άνοιξε από παντού ξετρελαμένα στόματα
η ασχήμια, που ενεδρεύει να με καταβροχθίσει,
ο πληγωμένος χρόνος σπαρταράει,
μ’ αφύσικα τινάγματα
η μελλοθάνατη ειμ’ εγώ
Και γύρω μου παντού,
καταμεσίς
κατάστηθα,
στο χάος, στην καρδιά μου,
αιμόσυρτες οι τροχιές
από την αθωότητα στο φόνο,
κι απ’ το φόνο στην τύψη,
στο μοιρολόι κι από κει στον άλλο φόνο.
Να σου τραγουδήσω;
Μα κι η φωνή μου, π’ αγαπούσες, μαχαιρωμένη.
Φύκια των ουρανών μες την αγρύπνια
τα μαλλιά μου, π’ αγαπούσες,
τα χέρια μου πλοκάμια απελπισμένα
κι όπου κι αν ψάξω δε σε βρίσκω πια.
Τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ’ τα σίδερα.
Η ρωμιοσύνη προδομένη, προδοσιά μαχαίρι στην καρδιά.
Το πληγωμένο φως μετά τις δέκα,
οι θόρυβοι ανεξήγητοι, οι ανάσες.
Η δίχως νόημα θυσία,
η πολιορκία,
η απουσία
το τσιγάρο του φρουρού.
Και θα μιλώ τούτη τη γλώσσα
«Πώς άλλαξε αυτό το παιδί, θα λένε οι άλλοι,
κοιτώντας με με το μοναδικό μάτι του τουρίστα Κύκλωπα
ζητώντας να τους μιλήσω για ήρωες
κοιμώντας, οι άλλοι, τις δαιδαλικές νύχτες,
που θα ουρλιάζει από παντού η προδοσία,
σκεπάζοντας τα τανκς, τα αεροπλάνα,
το φόβο,
το βήμα του φρουρού,
τις νύχτες χωρίς εσένα
που θα ουρλιάζει η προδοσία από παντού
που θα ουρλιάζουνε τα συντρίμμια της καρδιάς μου,
τα συντρίμμια σαν τα παιδιά της Ζηνοβίας,
απ’ τα πέρατα της γης και της απόγνωσης.
Γιατί και σένα θα σ’ έχω χάσει
στο κινούμενο σκοτάδι
όπως κι εμένα,
όπως και τον αγώνα,
που θα `ταν δύσκολος, αλλά ωραίος
κι ήρθε να γίνει σαπισμένο σταφύλι,
Χωρίς εσένα, πώς;
Σαν την πρώτη μοναξιά,
που η γνώση της χαράζει για πάντα το παιδί
το σώμα μου θα διαλυθεί
τα κύτταρά μου ένα προς ένα θ’ αποσυνδεθούν,
πάνω σε τούτο το κρεβάτι του Προκρούστη, τον καιρό,
το σώμα μου ηλιακή κηλίδα, θα εκραγεί,
γράφοντας τ’ όνομά σου σ’ όλους τους ουρανούς,
τα κύτταρά μου, ένα προς ένα θα κινήσουν να μπολιάσουν τους ανθρώπους
με την ηλικία της οδύνης,
με το μαβί καπνό του δειλινού πίσω από τα σίδερα.
Θα στείλω τα όνειρά μου να ταράξουν το νοικοκυρεμένο ύπνο τους.
Θα στείλω το φόβο να φωλιάσει στις ανύποπτες καρδιές τους,
κι όταν θα `ρθει η υπάλληλος για καταμέτρηση
«δραπέτευσε», θα πουν οι άλλοι,
παρεξηγώντας τον θάνατό μου.
Και μόνο εσύ θα ξέρεις
μόνο εσύ θα θυμάσαι τα χέρια μου,
το θολό παράπονο του σκυλιού έξω από τη φυλακή,
τις κραυγές των παιδιών πάνω στην ταράτσα
την απόγνωση του κινέζικου πορτρέτου,
τα ελληνικά αινίγματα
τι είν’ αυτό που ανεσαίνει με τα πόδια, και το κατεβάζουνε με κουσέρτα
και μόνο εσύ θα ξέρεις πώς,
πού χάθηκε το κορμί μου,
τι έγιν’ η φωνή μου,
τι η αγρύπνια μου,
τι ήχους έχει ο φόβος
κι η απόγνωση τι πρόσωπα.
«Θεέ μου και τι να γίνηκαν του κόσμου οι αντρειωμένοι;»
Μονάχα εσύ θα ξέρεις
εγώ θα μιλώ τούτη τη γλώσσα.
ΙΙ
Μακριά, πολύ μακριά,
ακούγεται η ζωή,
ψηλά πολύ ψηλά λάμπουν τα φώτα
ίσως τα φώτα, που μας έκλεψαν
της πολιτείας που μας έκλεψαν
κι η θύμηση απ’ το τελευταίο λιόγερμα
και τα βουνά, γύρω δικά μας.
Μακριά πολύ μακριά υπάρχεις.
Πρέπει να υπάρχεις,
Σα να μπορώ ν’ αφουγκραστώ το γέλιο σου,
ξανθό, πίσω απ’ τους λεκιασμένους τοίχους.
Κάποτε όλα θα μαθευτούνε
που θ’ αναλιώσει το παγωμένο κέντρο της μνήμης
τώρα, παντού, «η κατάθεσή μου, να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου»
και θα ξανάρθουνε τα χρώματα
ίσως κάποτε που θ’ ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων,
των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων,
να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας,
να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια.
Κάποτε θα μάθεις κι εσύ τα υπόλοιπα
θα θυμηθείς και εσύ
μακριά, πολύ μακριά, είσαι η ζωή,
θα είσαι μακριά
τότε εγώ δε θα υπάρχω,
III
Ο χρόνος παραμορφώθηκε,
Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν.
Ξέρεις πού θα με βρεις,
Εγώ ο Φόβος.
Εγώ ο θάνατος.
Εγώ η μνήμη, ανήμερη.
Εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου,
εγώ ο καημός της χαλασμένης μας ζωής.
Θα πολιορκώ το «κοίταζε τη δουλειά σου» με τη αγωνία μου.
Θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ’ άσεμνα, φρικιαστικά βεγγελικά.
Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες,
ώσπου ν’ αρχίσουν να σφαδάζουν
ώσπου ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται.
Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν.
Όμως θαρρώ, οι μόνοι που ίσως καταλάβουν θα ναι τα παιδιά,
πλούσια απ’ την κληρονομιά μας
πρώτη φορά, τα παιδιά
σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας,
θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα
τ’ αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών
διορθώνοντας τα λάθη,
σβήνοντας τα ψέματα,
ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα παιδιά,
χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας
σημαδεμένα από την αστραπή
τη γνώση της μοναξιάς της δύναμης
που σε μας άργησε τόσο πολύ να `ρθει.
Κι αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα
στα πελώρια κύματα της αγρύπνιας μου
κι αν τώρα κάθε που ανασαίνω
βγαίνει τ’ όνομά σου
όταν θ’ αρχίσω να γυρίζω στους σκοτεινούς δρόμους του κόσμου,
με μόνο μια χούφτα φεγγαρόπετρες να μ’ οδηγούν
τυφλώνοντας τον κόσμο με τις λάμψεις του τρελού γέλιου σου,
της καλόγριας που κρατούσε τα κλειδιά,
κουφαίνοντας τον κόσμο με τους ήχους της ταράτσας,
με τις κραυγές αυτών που βασανίστηκαν κι αυτών που βασανίζουν
τραντάζοντας τον κόσμο με τη γλώσσα τούτη του θανάτου
ίσως τότε θα `χεις βρει το δρόμο στο δικό σου το λαβύρινθο
ίσως εσύ τότε θα στέκεσαι περήφανο δεντρί,
στο σταυροδρόμι του κόσμου,
μ’ όλους τους ποταμούς να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου,
ίσως τότε τα παιδιά σου,
μαζί μ’ όλα τα παιδιά,
να προλάβουν τον καιρό και τη ζωή
μια στιγμή πριν απ’ το χάος.
Και πια δε θα `χει μείνει τίποτ’ από μένα
ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω
ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου
ούτε το πιο δικό μου, η γλώσσα μου,
μα θα `χω διαλυθεί σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου
θα `χω γράψει τ’ όνομά σου, σ΄όλα τα χιόνια των γκρεμών
θά' χω διασχίζει το σκοτάδι που φοβόμουνα
ως την άλλη όχθη
και το κορμί μου ίσως νεκρό
μα πάλι ακέραιο θ’ αναπαύεται
με γύρω του τη θύμησή σου
και τη λιόλουστη ζωή.
Ι
Καθώς το παιδί, που σημαδεύεται απ’ την πρώτη γνώση της μοναξιάς,
ο καιρός κι η απαντοχή θα κάνουνε συντρίμμια την καρδιά μου
και θα `χω χάσει για πάντα τους δρόμους, τους δρόμους μου,
σα θα μ’ αφήσουνε να βγω από δω.
Θα γυρίζω γυρεύοντάς σε παντού,
στα ισοπεδωμένα τοπία,
στα κομματάκια εκείνου του καθρέφτη,
στις σπαταλημένες ματιές,
να βρω ξανά το πρόσωπό σου, την καρδιά μου γυρεύοντας
και θα μιλώ και θα μιλώ τη γλώσσα,
που ήταν κάποτε δική μας,
που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας που μας είχε απομείνει
μέσα στους ίσκιους των νεκρών χρωμάτων
των νεκρών εικόνων
όταν οι νύχτες μας ήταν απλά επεισόδια
της μεγάλης νύχτας που άρχισε πριν πόσον καιρό;
Πώς να μετρήσω τον καιρό εδώ μέσα,
τις σεληνιακές σου διαλείψεις,
τ’ αστρικά σου πηδήματα.
Πώς να μετρήσω την πορεία μου τεθλασμένη,
την απρόβλεπτη τροχιά της απουσίας σου,
μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο,
μες στην καρδιά της πόλης που ήταν κάποτε δική μου
και τώρα την διαγουμίζουνε τα τανκς;
Εφτάπυλο το χάος,
στεγανό πολιορκημένο μέσα κι έξω από το φόβο με τα χίλια πρόσωπα.
Οι φωνέςτων ανιάτων κοπάζουν κάθε βράδυ στις πεντέμισι.
Οι σειρήνες λεηλατούν κάθε βράδυ τη σιωπή.
Οι κοιμισμένοι κάθε βράδυ ανεξιχνίαστοι νεκροί.
Και πάλι, πάντα πού είναι τα χέρια σου;
Η φωνή σου πού;
Θ’ αντέξουν και απόψε τα τοιχώματα; Ή θα χιμήξει το σκοτάδι;
Πώς να μετρήσω;
Καθώς η πρώτη γνώση της μοναξιάς
που σημαδεύει έφηβο κιόλας το παιδί
η απουσία σου καρφώθηκε μαχαίρι κατακόρυφο στο χωροχρόνο μου
άνοιξε από παντού ξετρελαμένα στόματα
η ασχήμια, που ενεδρεύει να με καταβροχθίσει,
ο πληγωμένος χρόνος σπαρταράει,
μ’ αφύσικα τινάγματα
η μελλοθάνατη ειμ’ εγώ
Και γύρω μου παντού,
καταμεσίς
κατάστηθα,
στο χάος, στην καρδιά μου,
αιμόσυρτες οι τροχιές
από την αθωότητα στο φόνο,
κι απ’ το φόνο στην τύψη,
στο μοιρολόι κι από κει στον άλλο φόνο.
Να σου τραγουδήσω;
Μα κι η φωνή μου, π’ αγαπούσες, μαχαιρωμένη.
Φύκια των ουρανών μες την αγρύπνια
τα μαλλιά μου, π’ αγαπούσες,
τα χέρια μου πλοκάμια απελπισμένα
κι όπου κι αν ψάξω δε σε βρίσκω πια.
Τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ’ τα σίδερα.
Η ρωμιοσύνη προδομένη, προδοσιά μαχαίρι στην καρδιά.
Το πληγωμένο φως μετά τις δέκα,
οι θόρυβοι ανεξήγητοι, οι ανάσες.
Η δίχως νόημα θυσία,
η πολιορκία,
η απουσία
το τσιγάρο του φρουρού.
Και θα μιλώ τούτη τη γλώσσα
«Πώς άλλαξε αυτό το παιδί, θα λένε οι άλλοι,
κοιτώντας με με το μοναδικό μάτι του τουρίστα Κύκλωπα
ζητώντας να τους μιλήσω για ήρωες
κοιμώντας, οι άλλοι, τις δαιδαλικές νύχτες,
που θα ουρλιάζει από παντού η προδοσία,
σκεπάζοντας τα τανκς, τα αεροπλάνα,
το φόβο,
το βήμα του φρουρού,
τις νύχτες χωρίς εσένα
που θα ουρλιάζει η προδοσία από παντού
που θα ουρλιάζουνε τα συντρίμμια της καρδιάς μου,
τα συντρίμμια σαν τα παιδιά της Ζηνοβίας,
απ’ τα πέρατα της γης και της απόγνωσης.
Γιατί και σένα θα σ’ έχω χάσει
στο κινούμενο σκοτάδι
όπως κι εμένα,
όπως και τον αγώνα,
που θα `ταν δύσκολος, αλλά ωραίος
κι ήρθε να γίνει σαπισμένο σταφύλι,
Χωρίς εσένα, πώς;
Σαν την πρώτη μοναξιά,
που η γνώση της χαράζει για πάντα το παιδί
το σώμα μου θα διαλυθεί
τα κύτταρά μου ένα προς ένα θ’ αποσυνδεθούν,
πάνω σε τούτο το κρεβάτι του Προκρούστη, τον καιρό,
το σώμα μου ηλιακή κηλίδα, θα εκραγεί,
γράφοντας τ’ όνομά σου σ’ όλους τους ουρανούς,
τα κύτταρά μου, ένα προς ένα θα κινήσουν να μπολιάσουν τους ανθρώπους
με την ηλικία της οδύνης,
με το μαβί καπνό του δειλινού πίσω από τα σίδερα.
Θα στείλω τα όνειρά μου να ταράξουν το νοικοκυρεμένο ύπνο τους.
Θα στείλω το φόβο να φωλιάσει στις ανύποπτες καρδιές τους,
κι όταν θα `ρθει η υπάλληλος για καταμέτρηση
«δραπέτευσε», θα πουν οι άλλοι,
παρεξηγώντας τον θάνατό μου.
Και μόνο εσύ θα ξέρεις
μόνο εσύ θα θυμάσαι τα χέρια μου,
το θολό παράπονο του σκυλιού έξω από τη φυλακή,
τις κραυγές των παιδιών πάνω στην ταράτσα
την απόγνωση του κινέζικου πορτρέτου,
τα ελληνικά αινίγματα
τι είν’ αυτό που ανεσαίνει με τα πόδια, και το κατεβάζουνε με κουσέρτα
και μόνο εσύ θα ξέρεις πώς,
πού χάθηκε το κορμί μου,
τι έγιν’ η φωνή μου,
τι η αγρύπνια μου,
τι ήχους έχει ο φόβος
κι η απόγνωση τι πρόσωπα.
«Θεέ μου και τι να γίνηκαν του κόσμου οι αντρειωμένοι;»
Μονάχα εσύ θα ξέρεις
εγώ θα μιλώ τούτη τη γλώσσα.
ΙΙ
Μακριά, πολύ μακριά,
ακούγεται η ζωή,
ψηλά πολύ ψηλά λάμπουν τα φώτα
ίσως τα φώτα, που μας έκλεψαν
της πολιτείας που μας έκλεψαν
κι η θύμηση απ’ το τελευταίο λιόγερμα
και τα βουνά, γύρω δικά μας.
Μακριά πολύ μακριά υπάρχεις.
Πρέπει να υπάρχεις,
Σα να μπορώ ν’ αφουγκραστώ το γέλιο σου,
ξανθό, πίσω απ’ τους λεκιασμένους τοίχους.
Κάποτε όλα θα μαθευτούνε
που θ’ αναλιώσει το παγωμένο κέντρο της μνήμης
τώρα, παντού, «η κατάθεσή μου, να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου»
και θα ξανάρθουνε τα χρώματα
ίσως κάποτε που θ’ ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων,
των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων,
να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας,
να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια.
Κάποτε θα μάθεις κι εσύ τα υπόλοιπα
θα θυμηθείς και εσύ
μακριά, πολύ μακριά, είσαι η ζωή,
θα είσαι μακριά
τότε εγώ δε θα υπάρχω,
III
Ο χρόνος παραμορφώθηκε,
Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν.
Ξέρεις πού θα με βρεις,
Εγώ ο Φόβος.
Εγώ ο θάνατος.
Εγώ η μνήμη, ανήμερη.
Εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου,
εγώ ο καημός της χαλασμένης μας ζωής.
Θα πολιορκώ το «κοίταζε τη δουλειά σου» με τη αγωνία μου.
Θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ’ άσεμνα, φρικιαστικά βεγγελικά.
Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες,
ώσπου ν’ αρχίσουν να σφαδάζουν
ώσπου ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται.
Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν.
Όμως θαρρώ, οι μόνοι που ίσως καταλάβουν θα ναι τα παιδιά,
πλούσια απ’ την κληρονομιά μας
πρώτη φορά, τα παιδιά
σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας,
θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα
τ’ αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών
διορθώνοντας τα λάθη,
σβήνοντας τα ψέματα,
ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα παιδιά,
χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας
σημαδεμένα από την αστραπή
τη γνώση της μοναξιάς της δύναμης
που σε μας άργησε τόσο πολύ να `ρθει.
Κι αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα
στα πελώρια κύματα της αγρύπνιας μου
κι αν τώρα κάθε που ανασαίνω
βγαίνει τ’ όνομά σου
όταν θ’ αρχίσω να γυρίζω στους σκοτεινούς δρόμους του κόσμου,
με μόνο μια χούφτα φεγγαρόπετρες να μ’ οδηγούν
τυφλώνοντας τον κόσμο με τις λάμψεις του τρελού γέλιου σου,
της καλόγριας που κρατούσε τα κλειδιά,
κουφαίνοντας τον κόσμο με τους ήχους της ταράτσας,
με τις κραυγές αυτών που βασανίστηκαν κι αυτών που βασανίζουν
τραντάζοντας τον κόσμο με τη γλώσσα τούτη του θανάτου
ίσως τότε θα `χεις βρει το δρόμο στο δικό σου το λαβύρινθο
ίσως εσύ τότε θα στέκεσαι περήφανο δεντρί,
στο σταυροδρόμι του κόσμου,
μ’ όλους τους ποταμούς να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου,
ίσως τότε τα παιδιά σου,
μαζί μ’ όλα τα παιδιά,
να προλάβουν τον καιρό και τη ζωή
μια στιγμή πριν απ’ το χάος.
Και πια δε θα `χει μείνει τίποτ’ από μένα
ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω
ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου
ούτε το πιο δικό μου, η γλώσσα μου,
μα θα `χω διαλυθεί σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου
θα `χω γράψει τ’ όνομά σου, σ΄όλα τα χιόνια των γκρεμών
θά' χω διασχίζει το σκοτάδι που φοβόμουνα
ως την άλλη όχθη
και το κορμί μου ίσως νεκρό
μα πάλι ακέραιο θ’ αναπαύεται
με γύρω του τη θύμησή σου
και τη λιόλουστη ζωή.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)