Share

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2019

Μικρή λυπημένη μου Θάλασσα - Μάριος Φραγκούλης


Στίχοι: Παρασκευάς Καρασούλος,
Μουσική: Στέφανος Κορκολής
Από το δίσκο: Ο κήπος των ευχών
Mario Frangoulis - My little sad sea
Έκλεισε ο κύκλος κάπου εδώ
πήρε ο καθένας το μισό
κι από έναν φόβο.
Ένα ταξίδι με καιρό
που είχε το χρόνο του εχθρό
αυτό ήταν όλο.
Μικρή λυπημένη μου θάλασσα
χωρίς στεριά και κύμα,
θυμάμαι πως κάποτε αντάλλαξα
έναν κόσμο να σ' έχω για μοίρα.
Κάποτε έφτανε η σιωπή
τώρα είναι λίγο το πολύ
αυτό ήταν όλο.
Συνήθειες μόνο κι αφορμές
μείναν να ντύσουν δυο ζωές
αυτό ήταν όλο.
Μικρή λυπημένη μου θάλασσα
χωρίς στεριά και κύμα,
θυμάμαι πως κάποτε αντάλλαξα
έναν κόσμο να σ' έχω για μοίρα...

Ο Βυζαντινός Καβάφης – Ντοκιμαντέρ

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2019

Νίκος Καρούζος (17 Ιουλίου 1926- 28 Σεπτεμβρίου 1990)


...Θα σωθούμε από μια γλυκύτητα

στεφανωμένη με αγκάθια.
Χαίρετε άνθη σιωπηλά
με των καλύκων την περισυλλογή
ο τρόμος εκλεπτύνεται στην καρδιά σας.
Ενδότερα ο Κύριος λειτουργεί
ενδότερα υπάρχουμε μαζί σας.
Δεν έχει η απαλή ψυχή βραχώδη πάθη
και πάντα λέει το τραγούδι της υπομονής.
Ω θα γυρίσουμε στην ομορφιά
μια μέρα…
Με τη θυσία του γύρω φαινομένου
θα ανακαταλάβει, η ψυχή τη μοναξιά της.


HOMOUNIVERSALISGR.BLOGSPOT.COM
Ο Νίκος Καρούζος (17 Ιουλίου 1926- 28 Σεπτεμβρίου 1990) ήταν ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Ο Νίκος Καρούζος του Δημήτ...



Γράμματα απο τη Γερμανία - Μίκης Θεοδωράκης - Φώντας Λάδης -‎-- Full Album

Ντοκυμανταίρ (Ο Εμφύλιος μέσα μας) - επεισόδιο 1

Ντοκυμανταίρ (Ο Εμφύλιος μέσα μας) - επεισόδιο 13

Αύγουστος Κορτώ - Η παγωμένη θεατρίνα




Η λάμπα τρέμει στη βιτρίνα
σαν παγωμένη θεατρίνα
και στο μικρό ξενοδοχείο
έπεσε η νύχτα σα λαχείο.

Οι πόρνες κάτω από την τέντα
πιάνουν στο θάνατο κουβέντα
μα τελικά γυρνάν την πλάτη
σ’ αυτόν τον άβολο πελάτη.

Στο τρίτο πάτωμα οι λεσβίες
ακούν του δρόμου τις ρομβίες
και προσπαθούν με σάπια φίλτρα
να νιώσουν σκίρτημα στη μήτρα.

Κι εσύ που ήσουνα για μένα
σαν αποβάθρα για τα τραίνα
σε ποιο σταυρώθηκες φανάρι
μια τέτοια νύχτα του Γενάρη;


Ν.Καρουζος-Σὰ νὰ μὴν ὑπήρξαμε ποτὲ

Σὰ νὰ μὴν ὑπήρξαμε ποτὲ
κι ὅμως πονέσαμε ἀπ᾿ τὰ βάθη.
Οὔτε ποὺ μᾶς δόθηκε μία ἐξήγηση
γιὰ τὸ ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν τουλάχιστον.
Ἡ ἄλλη μισή μας ἡλικία θὰ περάσει
χαρτοπαίζοντας μὲ τὸ θάνατο στὰ ψέματα.
Καὶ λέγαμε πὼς δὲν ἔχει καιρὸ ἡ ἀγάπη
νὰ φανερωθεῖ ὁλόκληρη.
Μία μουσικὴ
ἄξια τῶν συγκινήσεών μας
δὲν ἀκούσαμε.
Βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα διάλειμμα τοῦ κόσμου
ὁ σῴζων ἑαυτὸν σωθήτω.
Θὰ σωθοῦμε ἀπὸ μία γλυκύτητα
στεφανωμένη μὲ ἀγκάθια.
Χαίρετε ἄνθη σιωπηλὰ
μὲ τῶν καλύκων τὴν περισυλλογὴ
ὁ τρόμος ἐκλεπτύνεται στὴν καρδιά σας.
Ἐνδότερα ὁ Κύριος λειτουργεῖ
ἐνδότερα ὑπάρχουμε μαζί σας.
Δὲν ἔχει ἡ ἁπαλὴ ψυχὴ βραχώδη πάθη
καὶ πάντα λέει τὸ τραγούδι τῆς ὑπομονῆς.
Ὢ θὰ γυρίσουμε στὴν ὀμορφιὰ
μία μέρα…
Μὲ τὴ θυσία τοῦ γύρω φαινομένου
θὰ ἀνακαταλάβει, ἡ ψυχὴ τὴ μοναξιά της.


Ν.Καρουζος

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2019

Ελλαδογραφία - Μ.Θεοδωράκης -- Ν.Γκάτσου - Μ.Χατζηδάκι






Στίχοι:  
Νίκος Γκάτσος
Μουσική:  
Μάνος Χατζιδάκις


Τω καιρώ εκείνο ο ακμαιότερος κλάδος της πελασγικής δρυός
εκάλυπτε τρεις οικισμούς πέριξ του μυστηριώδους Βράχου της Ακροπόλεως.
Αλλά μετά τα δραματικά γεγονότα της Μεσοποταμίας, τα οποία οδήγησαν
εις την έξωσιν των πρωτοπλάστων εκ της κοιλάδος του Τίγρεως και
προεκάλεσαν σύγχυσιν εις τας φρένας των ανθρώπων, οι οικισμοί
των Αθηνών ήρχισαν να πληθύνονται παραλόγως.
Αποτέλεσμα υπήρξεν η αλματώδης επέκτασις της πόλεως και η δημιουργία
του λεγομένου άστεως, το οποίο κατά τους αρχαιοπλήκτους ιστορικούς
εμεγαλούργησε και περιεβλήθη την αίγλην της αιωνιότητος.

Επίσκοποι και προεστοί
κατακτητές και στρατηλάτες
επαναστάτες και αστοί
της ιστορίας οι πελάτες.

Αλλά οι αρχαίοι Θεοί, εν τη μερίμνη των δια τα υπόλοιπα πελασγικά
φύλα, απεφάσισαν την βαθμιαία κατάρρευσιν των Αθηνών ως ηγέτιδος
πόλεως και την απαλλαγήν του Ελληνισμού, ως εθνικού πλέον συνόλου,
εκ των κινδύνων του συγκεντρωτισμού. Κατά τους επόμενους μακρούς αιώνας
κατεβλήθησαν αρκεταί προσπάθειαι δια την αναβίωσιν του παλαιού άστεως,
αλλ’ αύται απέβησαν άκαρποι. Ευτυχώς δε, διότι κατά την νεωτέραν και σκληροτέραν δοκιμασίαν
του γένους, η εκ νέου κυριαρχία των Αθηνών θα απεδυνάμωνε τας
κορυφάς και τας πεδιάδας της πελασγικής γης,
αι οποίαι διεμόρφωσαν την οριστικήν φυσιογνωμίαν της φυλής και κατηύγασαν
δι’ ανεσπέρου φωτός τους ομιχλώδεις ορίζοντας της
περιδεούς ανθρωπότητος.

Στο Σούλι και στην Αλαμάνα
κάναμε φως τη συμφορά
θα μας θυμούνται τάχα μάνα
καμιά φορά;

Ματαία ελπίς. Ουδείς τους ενεθυμήθη ως ζωσας αιωνιότητας,
ουδείς τους κατενόησεν εις τας πραγματικάς των διαστάσεις. Και αι
Αθήναι, καταστάσαι πρωτεύουσα νεοπαγούς κράτους, ήρχισαν να
προετοιμάζονται δια την εκ νέου απορρόφησιν της ικμάδος του έθνους.
Αλλά η προγονική κληρονομία δεν είχεν εξ ολοκλήρου σπαταληθή και
οι μεταγενέστεροι αδελφοί του μικρού Χορμόπουλου, εκ των Ηπειρωτικών
ορέων και εξ όλων των στενωπών της αθανάτου πατρίδος, διέπλευσαν την
Αχερουσίαν της μοίρας των με την γαλήνην του μαρτυρίου και της θυσίας.
Και τα βαρβαρικά έθνη ηπόρησαν και κατ’ ιδίαν εκάγχασαν ακριβώς όπως
αι Αθήναι.

Χτυπάτε της οργής προφήτες
καμπάνα στην Καισιαριανή
νά `ρθουν απόψε οι Διστομίτες
νά `ρθουν κι οι Καλαβρυτινοί
με σπαραγμό κι απελπισία
για τη χαμένη τους θυσία.

Άραγε είναι αληθές ότι η θυσία των απέβη επί ματαίω;
Ουδείς δύναται να αποφανθή μετά βεβαιότητος και ουδείς δύναται να
προεξοφλήση το μέλλον διότι η ιστορία των ανθρώπων είμαι μία
συνεχής παλινδρόμησις. Αλλά με την διαρκώς ογκούμενην υπερτροφίαν της
Αττικής αι προοπτικαί διαγράφονται σκοτειναί. Οι αρχαίοι Θεοί δεν
υπάρχουν πλέον δια να δώσουν την λύσιν, και ούτω, θάττον η βράδυον,
αι Αθήναι θα συγκεντρώσουν εις τους κόλπους των και θα εξαφανίσουν δια
παντός την Ελληνικήν αρετήν, ως ο Κρόνος εις το απώτατον παρελθόν
κατέτρωγε τα ίδια αυτού τέκνα ή ως ο Ήλιος εις το απώτατον μέλλον θα
συγκεντρώσει εις τας αγκάλας του τους πλανήτας του
και θα καταβροχθίσει αυτούς!
Γένοιτο! και εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.

Πότε θ’ ανθίσουνε τούτοι οι τόποι;
Πότε θα `ρθούνε κανούργιοι ανθρώποι
να συνοδεύσουνε την βλακεία
στην τελευταία της κατοικία;

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2019

Μαρία Παπαγεωργίου - Ανάθεμα τον αίτιο

Μάνος Χατζιδάκις - Τύψεις | Manos Hadjidakis - Typseis - Official Audio ...

Μιλτος πασχαλιδης - Φωτια μου





Με χάδια τρομαγμένα,

με διψασμένα χάδια
του νου μου τα σκοτάδια
απόψε ντύνομαι
Λευκό πανί υψώνω
και πάω όπου με πάει
αυτό που με σκορπάει,
σου παραδίνομαι

Φωτιά μου εσύ κι αέρας
στο σύνορο τούτης της μέρας
Τη φλόγα σου δώσ' μου
και γίνε μου φως μου
χρυσόμαλλο δέρας
Φωτιά μου εσύ κι αέρας
στο σύνορο τούτης της μέρας
Το γέλιο σου δώσ' μου
και γίνε του κόσμου
το πέρας

Μονάχη μες τους ξένους
και μες τους φίλους μόνη
να `ξερα τι σε σώνει
στον πόνο στη χαρά
Γυαλί που δεν ραγίζει
θα `βρισκα να σου τάξω
Πες μου πως να πετάξω
με δανεικά φτερά

Φωτιά μου εσύ κι αέρας
στο σύνορο τούτης της μέρας
Τη φλόγα σου δώσ' μου
και γίνε μου φως μου
χρυσόμαλλο δέρας
Φωτιά μου εσύ κι αέρας
στο σύνορο τούτης της μέρας
Το γέλιο σου δώσ' μου
και γίνε του κόσμου το πέρας

Της φυλακής μου πόρτα
εσύ και αντικλείδι
και γω μικρό στολίδι
στον άσπρο σου λαιμό
Θα πω ένα τραγούδι
σήκω να το χορέψεις
Τα μάτια να μου κλέψεις
για πάντα πριν χαθώ

Μίκης Θεοδωράκης - Μαρία Παπαγεωργίου | Αγάπη [Αλληλογραφία]





Αγάπη

Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Στίχοι: Κώστας Τριπολίτης
Από τον κύκλο τραγουδιών "Ραντάρ" , 1981

Αγάπη του ψωμιού και της φωτιάς
αγάπη της αρμύρας
ρεκλάμες θα μας πνίξουν κι αδειανά
κονσερβοκούτια μπύρας

Πού να σε ταξιδέψω
γυαλιά και λαμαρίνες
γεμίσανε τα χρόνια
με εκτελεσμένους μήνες

Αγάπη του ψωμιού και της βροχής
αγάπη στα μπαλκόνια
στην άσφαλτο τα αίματα θα δεις
και πλαστικά μπιτόνια

Πού να σε ταξιδέψω
γυαλιά και λαμαρίνες
γεμίσανε τα χρόνια
με εκτελεσμένους μήνες

Jose Feliciano - Rain [Lyrics]

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2019

Το γυμνό τραγούδι- Θοδωρής Βουτσικάκης, Ορχήστρα Νυκτών Εγχόρδων Δήμου Π...




Ο Σάτυρος ή το γυμνό τραγούδι
. . . . . . . . .
Όλα γυμνά τριγύρω μας,
όλα γυμνά εδώ πέρα,
κάμποι, βουνά, ακροούρανα,
ακράταγ’ είναι η μέρα.

Διάφαν’ η πλάση, ολάνοιχτα
τα ολόβαθα παλάτια·
το φως χορτάστε, μάτια,
κιθάρες, το ρυθμό.
Εδώ είν’ αριά κι αταίριαστα


λεκιάσματα τα δέντρα,
κρασί είν’ ο κόσμος άκρατο,
εδώ είν’ η γύμνια αφέντρα.
Εδώ είν’ ο ίσκιος όνειρο,
εδώ χαράζει ακόμα

στης νύχτας τ’ αχνό στόμα
χαμόγελο ξανθό.
Εδώ τα πάντα ξέστηθα
κι αδιάντροπα λυσσάνε·
αστέρι είν’ ο ξερόβραχος,

και το κορμί φωτιά ’ναι.
Ρουμπίνια εδώ, μαλάματα,
μαργαριτάρια, ασήμια,
μοιράζει η θεία σου γύμνια,
τρισεύγενη Αττική!

Εδώ ο λεβέντης μάγεμα,
η σάρκα αποθεώθη,
οι παρθενιές, Αρτέμιδες,
Ερμήδες είναι οι πόθοι.
Εδώ κάθε ώρα ολόγυμνη,

θάμα στα υγρόζωα κήτη,
πετιέται κι η Αφροδίτη
και χύνεται παντού.
—Παράτησε το φόρεμα,
και με τη γύμνια ντύσου,

Ψυχή, της γύμνιας ιέρισσα,
ναός είναι το κορμί σου.
Μαγνήτεψε τα χέρια μου,
της σάρκας κεχριμπάρι,
τ’ ολύμπιο το νεχτάρι

της γύμνιας δώσ’ να πιω.
Σκίσε τον πέπλο, πέταξε
τον άμοιαστο χιτώνα
και με τη φύση ταίριασε
την πλαστική σου εικόνα.

Λύσε τη ζώνη, σταύρωσε
τα χέρια στην καρδιά σου·
πορφύρα τα μαλλιά σου,
μακρόσυρτη στολή.
Και γίνε ατάραχο άγαλμα,

και το κορμί σου ας πάρει
της τέχνης την εντέλεια
που λάμπει στο λιθάρι·
και παίξε και παράστησε
με της ιδέας τη γύμνια

τα λυγερά τ’ αγρίμια,
τα φίδια, τα πουλιά.
Και παίξε και παράστησε
τα ηδονικά, τα ωραία,
λαγάρισε τη γύμνια σου

και κάμε την ιδέα.
Τα στρογγυλά, τα ολόισα,
χνούδια, γραμμές, καμπύλες,
ω θείες ανατριχίλες,
χορεύτε ένα χορό.

Μέτωπο, μάτια, κύματα
μαλλιά, γλουτοί, λαγόνες,
κρυφά λαγκάδια, του Έρωτα
ρόδα, μυρτιές, κρυψώνες,
πόδια που αλυσοδένετε,

βρύσες του χάιδιου, ω χέρια,
του πόθου περιστέρια,
γεράκια του χαμού!
Και ολόκαρδα, κι αμπόδιστα
λογάκια, ω στόμα, ω στόμα,

σαν το κερί της μέλισσας,
σαν του ροδιού το χρώμα.
Τα κρίνα τ’ αλαβάστρινα,
του Απρίλη θυμιατήρια,
ζηλεύουν τα ποτήρια

του κόρφου σου.— Ω! να πιω,
να πιω στα ροδοχάραγα,
στα ορθά, στα σμαλτωμένα,
το γάλα που ονειρεύτηκα
της ευτυχίας· εσένα.

Εγώ είμαι ιεροφάντης σου,
βωμοί τα γόνατά σου,
στην πύρινη αγκαλιά σου
θεοί θαματουργούν.
Μακριά μας όσα αταίριαστα,

ντυμένα και κρυμμένα,
τα μισερά και τ’ άσκημα
και ακάθαρτα και ξένα.
Ορθά όλα· ξέσκεπα, άδολα,
γη, αιθέρες, κορμιά, στήθια.

Γύμνια είναι κι η αλήθεια,
και γύμνια κι η ομορφιά.
—Στη γύμνια την ηλιόκαλη
της αθηναίισσας μέρας
κι ανίσως και φαντάξει σου

κάτι άντυτο σαν τέρας,
κάτι σα δέντρο αφύλλιαστο
και δίχως ίσκιου χάρη,
αδούλευτο λιθάρι,
ξεραγκιανό κορμί,

κάτι γυμνό και ξέσκεπο
στα ολανοιγμένα πλάτια,
που ζωντανό θα το ’δειχναν
μόνο δυο φλόγες μάτια,
κάτι που από τους σάτυρους

κρατιέται, και είν’ αγρίμι,
και είν’ η φωνή του ασήμι,—
μη φύγεις· είμ’ εγώ,
ο Σάτυρος. Και ρίζωσα
σαν την ελιά εδώ πέρα,

λιγώνω τους αγέρηδες
με τη βαθιά φλογέρα.
Και παίζω και παντρεύονται,
λατρεύονται, λατρεύουν,
και παίζω και χορεύουν

ανθρώποι, ζα, στοιχειά.