Τη φώτισαν, τη στόλισαν, φτιασιδωμένη, βαθιά κρυμμένη, να πονά.
Χωρίς φωνή, μόνο σιωπή, πληγές σπαρμένη, χρόνια προσμένει, ξαγρυπνά.
Χωρίς φωνή, μόνο σιωπή, πληγές σπαρμένη, χρόνια προσμένει, ξαγρυπνά.
H Αθήνα πληγωμένη τους στολισμούς πετά,
τη φορεσιά της σκίζει, τη γύμνια της κοιτά.
«Αφήστε με», ουρλιάζει, «δεν έχω εγώ γιορτή,
τούτη η μάσκα στάζει ξεφτίλα και ντροπή».
τη φορεσιά της σκίζει, τη γύμνια της κοιτά.
«Αφήστε με», ουρλιάζει, «δεν έχω εγώ γιορτή,
τούτη η μάσκα στάζει ξεφτίλα και ντροπή».
Σιχάθηκε, τινάχτηκε. Βαθιές ρυτίδες στάξαν ελπίδες σα θεριά.
Νικήθηκε, μ' αρνήθηκε μασκαρεμένη, ευχές δεμένη, να γερνά.
Νικήθηκε, μ' αρνήθηκε μασκαρεμένη, ευχές δεμένη, να γερνά.
Τα χέρια της ανοίγει, τραντάζεται η γη.
Στην αγκαλιά της κλείνει της φτώχειας τη σιωπή,
φιλάνθρωπες κυρίες σαν σέρνουν τη γιορτή,
με χνώτο ποτισμένο του αίματος οσμή.
Το κρύο που ακονίζει τα δόντια του ξανά,
τις χαρτονένιες κρύπτες των άστεγων τρυπά.
Γέροντες στα σκουπίδια ψωμί αναζητούν,
τα τρωκτικά στα ρείθρα μ' ελπίδα τους κοιτούν.
Ζητιάνοι πεταμένοι στων δρόμων τη βουή,
νέφη αιθαλομίχλης σκεπάζουν την πληγή.
Ξεκλείδωτες ταράτσες, φριχτοί φωταγωγοί,
σκοινιά θηλιές πασχίζουν κι οι κρόταφοι στιλπνοί.
Ρακένδυτοι εργάτες βορά σε αφεντικά
που μαύρη οχιά σαν θρέφουν, στα μάτια τα κοιτά.
Στρατόπεδα χωνεύουν ζωές μεταναστών,
η σβάστικα ανασαίνει στη μήτρα των αστών.
Κυλά στη Δηλιγιάννη σαπίλα και βρωμιά,
η αυγή γίνεται νύχτα, σκοτάδι και σκουριά.
Απ' τα έγκατα της Μέρλιν ξεχύνονται ρωγμές,
την Μπουμπουλίνας σκίζουν γερόντισσες κραυγές.
Στην αγκαλιά της κλείνει της φτώχειας τη σιωπή,
φιλάνθρωπες κυρίες σαν σέρνουν τη γιορτή,
με χνώτο ποτισμένο του αίματος οσμή.
Το κρύο που ακονίζει τα δόντια του ξανά,
τις χαρτονένιες κρύπτες των άστεγων τρυπά.
Γέροντες στα σκουπίδια ψωμί αναζητούν,
τα τρωκτικά στα ρείθρα μ' ελπίδα τους κοιτούν.
Ζητιάνοι πεταμένοι στων δρόμων τη βουή,
νέφη αιθαλομίχλης σκεπάζουν την πληγή.
Ξεκλείδωτες ταράτσες, φριχτοί φωταγωγοί,
σκοινιά θηλιές πασχίζουν κι οι κρόταφοι στιλπνοί.
Ρακένδυτοι εργάτες βορά σε αφεντικά
που μαύρη οχιά σαν θρέφουν, στα μάτια τα κοιτά.
Στρατόπεδα χωνεύουν ζωές μεταναστών,
η σβάστικα ανασαίνει στη μήτρα των αστών.
Κυλά στη Δηλιγιάννη σαπίλα και βρωμιά,
η αυγή γίνεται νύχτα, σκοτάδι και σκουριά.
Απ' τα έγκατα της Μέρλιν ξεχύνονται ρωγμές,
την Μπουμπουλίνας σκίζουν γερόντισσες κραυγές.
Χωρίς σιωπή, μόνο φωνή. Στη νύχτα δίνη που ξαναδίνει το σκοπό.
Φως έσταξε, σαν έψαξε της πάλης χνάρια, λαού, σημάδια, ζωντανού.
Φως έσταξε, σαν έψαξε της πάλης χνάρια, λαού, σημάδια, ζωντανού.
Τα χέρια της ανοίγει, τραντάζεται η γη.
Στην αγκαλιά της κλείνει της φτώχειας την οργή.
Ουλές κόκκινης μνήμης στους δρόμους της μετρά,
καίγοντας τα στολίδια, στην πλάτη της καρφιά.
Τις τρύπες απ' τις σφαίρες στους τοίχους ψηλαφεί,
συνθήματα από αίμα στο στήθος της ζωή.
Δεν μάτωσε από φόβο κι όρκο παλιό κρατά,
γυμνή από φτιασίδια να ορμήσει στη φωτιά.
Στην αγκαλιά της κλείνει της φτώχειας την οργή.
Ουλές κόκκινης μνήμης στους δρόμους της μετρά,
καίγοντας τα στολίδια, στην πλάτη της καρφιά.
Τις τρύπες απ' τις σφαίρες στους τοίχους ψηλαφεί,
συνθήματα από αίμα στο στήθος της ζωή.
Δεν μάτωσε από φόβο κι όρκο παλιό κρατά,
γυμνή από φτιασίδια να ορμήσει στη φωτιά.
Ξημέρωσε, μάς ένωσε. Βαριανασαίνει και περιμένει τη φωτιά.
Υπεραστικοί
Δεκέμβρης 2013
Δεκέμβρης 2013