ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΑ......
Είμαι καλά, Μητερούλα... αυγή μου...
Σπεύδω να καλοπιάσω το φόβο σου.Είμαι καλά.
Κάθομαι κάτω απ' τον ίσκιο της λύπης μου,
κι αφήνω την πένα μου να κλάψει... Μάνα...
Τρεμούλα των χεριών....
Χιόνια που ξεφεύγετε απ' τη μπόλια...
Στεναγμέ που μετράς το μισεμό μου..
Είμαι καλά.
Πρώτον Σεβαστή μου..
Πρώτον έρχομαι να ρωτήσω...μα δε ρωτώ.
Εδώ δεν ρωτούν. Εδώ όλοι είναι καλά..
Κι ας ανεμίζουν οι κρεμάλες από πάνω τους.
Κι ας τρώει τα πόδια τους η ύαινα, η πίσσα..
Ολοι είναι καλά.
Πρώτον Μητερούλα υγείαν έχω
και το στήθος μου φωνάζει σαν πρόβατο βραχνό
κι ο ραβδιστής μετράει την ώρα του στα πλευρά μου.
Πρώτον Μητερούλα...Μα συγχώρα με και σήμερα.
Συγχώρα με και σήμερα που δε θα μάθεις την αλήθεια.
Η αλήθεια γέρασε και δεν ταξιδεύει.
Δεν περνά την θάλασσα.
Η αλήθεια μανούλα είναι βόλι.Και δεν θα στην πω.
Είμαι καλά.
Σήμερα κλείνω τα χίλια γράμματα.
Μα έχεις χρόνους να πάρεις μήνυμά μου.
Μα συγχώρα με.Συγχώρα με και σήμερα
για τα χίλια <είμαι καλά>.
Τα χίλια ψέματά μου.
Πήρα ξανά για να σου γράψω.
Εχω την κάρτα μου στα γόνατα.
Και τη χαιδεύω σαν περίλυπο πουλί.
Το χέρι πια το γράφει μοναχό του
το μικρό,πικρό του ,μάθημα
Είμαι καλά.
Ξέρω..Αχ Μητερούλα...
Ξέρω,πως σου στέλνω κάθε μέρα,
την ταχτική δόση της πίκρας μου.Ξέρω,
πως τη χαιδεύεις τούτη την ψευτιά μου...
Πως τη ραίνεις με δάκρυα και παραμιλάς.Ξέρω.
Μα δεν κάνει φτερά άλλη λέξη από 'δω..
Είμαι καλά.
Μπορείς,ακριβή μου,να τη διαβάσεις και δίχως φώς.
Δεν είναι καν ανάγκη ανάγκη να τη διαβάσεις.
Φτάνει μόνο ναρθεί,ν' ακουστεί στην εξώπορτα..
η φωνή του ταχυδρόμου.
Τότε Μανούλα μπορεί και να μην είμαι καλά.
Μα εσύ να πιστέψεις τη γραφή μου.
Είμαι καλά.
Είμαι καλά αφού μπορώ και σέρνω το μολύβι.
Είμα καλά αφού μπορώ και το ψελίζω.
Είμαι καλά αφού μπορώ κι αραδιάζω στο χαρτί,
τα τσακισμένα τούτα λόγια..
Είμαι καλά.
Αχ, να μπορούσα να'χα έναν ουρανό
γεμάτο από ψεύτικα τέτοια πουλιά.
Και να τα'χυνα στο διάστημα..
Για να'ρχονται κι όταν εγώ δεν θ' ανασαίνω.
Να'ρχονται και να ραμφίζουνε το τζάμι του σπιτιού μας.
Αύτό που κοιτάζει κατά την θάλασσα.
Και να κελαιδούνε. Να κελαιδούνε σμήνη τις ψευτιές.
Είμαι καλά.
Μανούλα εσύ.. Εσύ που διαβάζεις με τα δάχτυλα.
Εσύ που μιλάς τη γλώσσα των χεριών..
Ακούμπα τα χείλη σου στο χαρτί.
Ετσι όπως εύρισκες,σαν ήμουνα παιδί,τον πυρετό μου..
Και διάβασε στ' άγραφο χαρτί.(Σβήσε το <καλά>).
Και διάβασε απ' την καρδιά μου.
Μάνα..Αχ.. Μάνα..Μάνα..
Το κορμί που κανάκεψαν τα χέρια σου.
Ελυωσε σήμερα κάτω απ' το λιθάρι.
Η φωνή που νανούριζε τον ύπνο σου.
Βέλαξε κάτω απ' το μαχαίρι.
Μα εσύ, γέλα ακριβή μου. Γέλα...
Πες πως ξύπνησες απ' όνειρο κακό.
Και γέλα να το διώξεις.
Γέλα.Κι εγώ -ησύχασε μανούλα-
<Είμαι καλά>.
Σήμερα μου χύσανε το φως μου.Είμαι καλά.
Ειμαι καλά.Χτες κάψανε τα νύχια μου.
Τρόμοι μου πήραν τη μιλιά μου.Είμαι καλά.
Σεισμοί γκρεμίσανε τα φρένα μου.Είμαι καλά.
Είμαι καλά.Αύριο θα με σταυρώσουν.
Είμαι καλά.Είμαι καλά.Είμαι καλά..Είμαι καλά...
Είμαι καλά.Κι ας μην έχω πια μυαλό να το σκεφτώ.
Είμαι καλά.Κι ας μην έχω πια μιλιά να το φωνάξω.
Είμαι καλά.Κι ας μην έχω χέρι να το γράψω.
Γι' αυτό,το σκάβω,το σμιλεύω επιτύμβιο.
Πάνω σ' αυτό τον ανεμοδαρμένο γκρεμνό..
Σ' αυτό το τρελό Νεκροταφείο,
πως όλοι οι νεκροί του...
ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ!!!
ΜΕΝ. ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ
Ποίηση Λουντέμης. Μουσική Σαμοίλης Σπυρος
"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις- Maria Farantouri: Ο Εφιάλτης της Περσεφόνης - The nightmare of Persephone
Ο εφιάλτης της Περσεφόνης
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Φαραντούρη
Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.
Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο πάν να δουν διυλιστήριο.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.
Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.
The nightmare of Persephone
There, where pennyroyal and wild mint grew
and earth sprouted her first cyclamen
now peasants bargain for cement
and birds drop dead in the furnace.
Sleep, Persephone
in earth's embrace
to this world's balcony
Come out no more.
There, where mystics joined hands
reverently on entering the sacrificial site
now tourists throw tab ends
and gaze at the new oil refinery.
Sleep, Persephone
in earth's embrace
to this world's balcony
Come out no more.
There, where sea was blessed
and bleating in the fields was a prayer
now trucks carry to the shipyards
empty bodies, children of scrap metal and plating.
Sleep, Persephone
in earth's embrace
to this world's balcony
Come out no more.
Federico Garcia Lorca- Κάτου στης ακροποταμιάς
Στίχοι:
Federico Garcia Lorca
Μουσική:
Μίκης ΘεοδωράκηςΚάτου στης ακροποταμιάς το μονοπάτι περπατάει
κρατώντας βέργα λυγαριάς και στη Σεβίλλια πάει.
Τα κατσαρά του γυαλιστά πέφτουν στα μάτια του μπροστά
στην όψη του είναι μελαμψός από του φεγγαριού το φως.
Κάποτε λίγο σταματά, κόβει λεμόνια στρογγυλά
τα ρίχνει το νερό να στρώσει και να το χρυσαφώσει.
Εκεί στης ακροποταμιάς το μονοπάτι να, τον φτάνουν
κάτω απ’ τα κλώνια μιας φτελιάς χωροφυλάκοι και τον πιάνουν.
Αποβραδίς η ώρα οχτώ τον σέρνουν σε κελί μικρό
απέξω κάθονται φυλάνε πίνουν ρακί και βλαστημάνε.
Ο Σεφέρης μεταφράζει T.S. Eliot Από "Τα Νέα Γράμματα", αρ. 11, Νοέμβριος 1935, σσ. 607-611.
Β.
Λαγάρισε τον αέρα ! Καθάρισε τον ουρανό! Πλύνε τον άνεμο ! Χώρισε την πέτρα από την πέτρα και πλύνε τις.
Βρώμικη η γης, βρώμικο το νερό, τα ζωντανά μας κι εμάς
μας μόλεψε το αίμα.
Το αίμα βροχή μου τύφλωσε τα μάτια. Που είναι η Αγγλία ; Που είναι το Κέντ ; Πού είναι η Καντερβουρία ;
Ω μακριά μακριά μακριά μακριά στα περασμένα και πλανιέμαι σε τόπο γεμάτο ξερά κλαδιά : αν τα τσακίσω, ματώνουν πλανιέμαι σε τόπο γεμάτο πέτρες ξερές : αν τις αγγίξω, ματώνουν.
Πώς, πώς θα μπορέσω να γυρίσω ποτέ στις απαλές γαλήνιες εποχές ;
Νύχτα μείνε μαζί μας, σταμάτησε ήλιε, κρατήσου εποχή, να μην έρθει η μέρα, να μην έρθει η άνοιξη.
Πώς να κοιτάξω τη μέρα και τα κοινά της αντικείμενα, και να τα ιδώ βαμμένα στο αίμα, πίσω από το αίμα που πέφτει σαν παραπέτασμα ;
Τίποτε δε γυρέψαμε να γίνει.
Καταλαβαίναμε την ατομική καταστροφή,
την προσωπική ζημιά, τη γενική μιζέρια,
ζώντας και ψευτοζώντας
τον τρόμο τη νύχτα που τελείωνα στην πράξη την καθημερινή,
τον τρόμο τη μέρα που τελειώνει στον ύπνο
αλλά η κουβέντα στης αγοράς το χέρι στη σκούπα,
το νυχτερινό σώριασμα της στάχτης,
το ξύλο στη φωτιά την αυγή,
σ' αυτές τις πράξεις σταματούσαν τα βάσανα μας.
Είχε το σύνορο της κάθε φρίκη
είχε ένα κάποιο τέλος κάθε λύπη :
δε μένει καιρός στη ζωή να θλίβεσαι πολύ.
Μα τούτο, τούτο είναι Έξω απ' τη ζωή, έξω από τον καιρό,
παρούσα αιωνιότητα της αδικίας και του κακού.
Μας βρώμισε μια λέρα που δε μπορούμε να καθαρίσουμε
μέσα στο υπερφυσικό σκουλήκιασμα,
δεν είμαστε μόνο εμείς, δεν είναι το σπίτι, δεν είναι η πολιτεία μολεμένη,
ο κόσμος ολάκερος είναι βρωμερός.
Λαγάρισε τον αέρα ! Καθάρισε τον ουρανό ! Πλύνε τον άνεμο ! Χώρισε την πέτρα από την πέτρα χώρισε το δέρμα από το χέρι χώρισε το μυώνα από το κόκαλο, και πλύνε τα, Πλύνε την πέτρα, Πλύνε το κόκαλο, Πλύνε το μυαλό, Πλύνε την ψυχή, Πλύνε τα Πλύνε τα !
Ελληνική απόδοση ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ
http://www.phorum.gr/viewtopic.php?f=13&t=125707
Λαγάρισε τον αέρα ! Καθάρισε τον ουρανό! Πλύνε τον άνεμο ! Χώρισε την πέτρα από την πέτρα και πλύνε τις.
Βρώμικη η γης, βρώμικο το νερό, τα ζωντανά μας κι εμάς
μας μόλεψε το αίμα.
Το αίμα βροχή μου τύφλωσε τα μάτια. Που είναι η Αγγλία ; Που είναι το Κέντ ; Πού είναι η Καντερβουρία ;
Ω μακριά μακριά μακριά μακριά στα περασμένα και πλανιέμαι σε τόπο γεμάτο ξερά κλαδιά : αν τα τσακίσω, ματώνουν πλανιέμαι σε τόπο γεμάτο πέτρες ξερές : αν τις αγγίξω, ματώνουν.
Πώς, πώς θα μπορέσω να γυρίσω ποτέ στις απαλές γαλήνιες εποχές ;
Νύχτα μείνε μαζί μας, σταμάτησε ήλιε, κρατήσου εποχή, να μην έρθει η μέρα, να μην έρθει η άνοιξη.
Πώς να κοιτάξω τη μέρα και τα κοινά της αντικείμενα, και να τα ιδώ βαμμένα στο αίμα, πίσω από το αίμα που πέφτει σαν παραπέτασμα ;
Τίποτε δε γυρέψαμε να γίνει.
Καταλαβαίναμε την ατομική καταστροφή,
την προσωπική ζημιά, τη γενική μιζέρια,
ζώντας και ψευτοζώντας
τον τρόμο τη νύχτα που τελείωνα στην πράξη την καθημερινή,
τον τρόμο τη μέρα που τελειώνει στον ύπνο
αλλά η κουβέντα στης αγοράς το χέρι στη σκούπα,
το νυχτερινό σώριασμα της στάχτης,
το ξύλο στη φωτιά την αυγή,
σ' αυτές τις πράξεις σταματούσαν τα βάσανα μας.
Είχε το σύνορο της κάθε φρίκη
είχε ένα κάποιο τέλος κάθε λύπη :
δε μένει καιρός στη ζωή να θλίβεσαι πολύ.
Μα τούτο, τούτο είναι Έξω απ' τη ζωή, έξω από τον καιρό,
παρούσα αιωνιότητα της αδικίας και του κακού.
Μας βρώμισε μια λέρα που δε μπορούμε να καθαρίσουμε
μέσα στο υπερφυσικό σκουλήκιασμα,
δεν είμαστε μόνο εμείς, δεν είναι το σπίτι, δεν είναι η πολιτεία μολεμένη,
ο κόσμος ολάκερος είναι βρωμερός.
Λαγάρισε τον αέρα ! Καθάρισε τον ουρανό ! Πλύνε τον άνεμο ! Χώρισε την πέτρα από την πέτρα χώρισε το δέρμα από το χέρι χώρισε το μυώνα από το κόκαλο, και πλύνε τα, Πλύνε την πέτρα, Πλύνε το κόκαλο, Πλύνε το μυαλό, Πλύνε την ψυχή, Πλύνε τα Πλύνε τα !
Ελληνική απόδοση ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ
http://www.phorum.gr/viewtopic.php?f=13&t=125707
Απόσπασμα από τα "Δύο Χορικά" του Θεατρικού Έργου: "Φονικό στην Εκκλησία" του T. S. Eliot
του Θεατρικού Έργου:
"Φονικό στην Εκκλησία"
του T. S. Eliot
...μια μοίρα πάνω στο σπίτι,
μια μοίρα πάνω σου,
μια μοίρα πάνω στον κόσμο.
Τίποτε δε γυρεύουμε να γίνει.
Εφτά χρόνια ζήσαμε ήσυχα,
πετύχαμε να μη μας προσέχουν,
ζώντας και ψευτοζώντας.
Είχαμε τυραννία και χλιδή,
είχαμε φτώχεια και παραλυσία,
είχαμε ακόμη κάποιες αδικίες.
Ωστόσο πηγαίναμε ζώντας,
ζώντας και ψευτοζώντας.
Κάποτε μας λείπει το σιτάρι,
κάποιες έχουμε καλή σοδειά,
τον ένα χρόνο έχουμε βροχές,
τον άλλο χρόνο αναβροχιά,
τον ένα χρόνο τα μήλα περισσεύουν,
τον άλλο χρόνο λείπουν τα δαμάσκηνα.
Ωστόσο πηγαίναμε ζώντας,
ζώντας και ψευτοζώντας.
Γιορτάσαμε τις γιορτές,
πήγαμε στην εκκλησιά,
φτιάξαμε μπύρα και μηλίτη,
μαζέψαμε ξύλα για το χειμώνα
κουβεντιάσαμε στη γωνιά του τζακιού,
κουβεντιάσαμε στη γωνιά του δρόμου,
κουβεντιάσαμε κι όχι πάντα ψιθυριστά,
ζώντας και ψευτοζώντας.
Είδαμε γάμους, γέννες και θανάτους,
Είχαμε σκάνδαλα λογής-λογής,
είχαμε φόρους που μας βασάνιζαν,
είχαμε γέλια και κουτσομπολιά,
εξαφανίστηκαν πολλές κοπέλες
ανεξήγητα, και κάποιες που δεν είτανε γι αυτά.
Όλοι μας είχαμε τους ατομικούς μας τρόμους,
τους ιδιαίτερους Ίσκιους μας,
τους μυστικούς μας φόβους.
Μα τώρα ένας μεγάλος φόβος έπεσε πάνω μας,
φόβος όχι του ενός... μα του πλήθους,
ένας φόβος σαν τη γέννηση και το θάνατο,
όταν βλέπουμε τη γέννηση και το θάνατο μόνους
μέσα σε ένα κενό, κατάμονους,
Φοβούμαστε ένα φόβο
που δε μπορούμε να γνωρίσουμε
που δε μπορούμε ν' αντικρίσουμε,
που κανείς δεν καταλαβαίνει,
κι oι καρδιές βίας ξεριζώνονται,
το μυαλό μας ξεφλουδίζεται
σαν τις φλούδες κρεμμυδιού,
και ο εαυτός μας χαμένος χαμένος
-σ' έναν μελικό φόβο..
που κανείς δεν καταλαβαίνει.
απόδοση στα Ελληνικά.. από Γ. Σεφέρη
ΠΗΓΗ http://lalunapiena.blogspot.gr/2010/02/t-s-eliot.html
Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014
ΗΕΛΤΙΟΣ- ΚΑΛΕΣΜΑ
ΚΑΛΕΣΜΑ
Με κούρασαν τ’ άστρα και με πρόδωσαν˙
καιρός απ’ την περιφορά τους να γλιτώσω
κι απ’ τη φορά των πραγμάτων για να βγω.
Βοήθησέ με.
Κοίταξέ με στα μάτια
το αγέννητο χαμόγελο να δεις
απ’ τα χείλη πως βγαίνει
του αμάραντου ρόδου που πέμπει το ανέλπιστο.
Κοίταξέ με στα μάτια
-αυτά τα μάτια τα θνητά που αλλάζει ο χρόνος-
και θ’ ακούσεις τις μουσικές που βγαίνουν απ’ το βυθό
κι ανεβαίνουνε σ’ Εσένα που καρτερείς
της Χελιδόνας το πανηγύρι.
Με κούρασαν τ’ άστρα και με πρόδωσαν˙
καιρός απ’ την περιφορά τους να γλιτώσω
κι απ’ τη φορά των πραγμάτων για να βγω.
Βοήθησέ με.
Κοίταξέ με στα μάτια
το αγέννητο χαμόγελο να δεις
απ’ τα χείλη πως βγαίνει
του αμάραντου ρόδου που πέμπει το ανέλπιστο.
Κοίταξέ με στα μάτια
-αυτά τα μάτια τα θνητά που αλλάζει ο χρόνος-
και θ’ ακούσεις τις μουσικές που βγαίνουν απ’ το βυθό
κι ανεβαίνουνε σ’ Εσένα που καρτερείς
της Χελιδόνας το πανηγύρι.
T. S. Eliot Poems The Four Quartets
http://www.coldbacon.com/poems/fq.html.
http://varelaki.blogspot.gr/2012/05/blog-post_21.html.
http://varelaki.blogspot.gr/2012/05/blog-post_7072.html
http://www.matrix24.gr/2012.κντ
http://www.bookpress.gr/diabasame/poiisi/tessera-kouarteta
http://forfree.gr/userfiles/file/Four%20Quartets_T.S.Eliot.pdf
http://varelaki.blogspot.gr/2012/05/blog-post_21.html.
http://varelaki.blogspot.gr/2012/05/blog-post_7072.html
http://www.matrix24.gr/2012.κντ
http://www.bookpress.gr/diabasame/poiisi/tessera-kouarteta
http://forfree.gr/userfiles/file/Four%20Quartets_T.S.Eliot.pdf
Τρίτη 19 Αυγούστου 2014
ΗΕΛΤΙΟΣ- ΠΡΟΣΜΟΝΗ
ΠΡΟΣΜΟΝΗ
Έπεφτε το βράδυ ψυχρό.
Πάνω στο θαμπό τζάμι δάκρυζε ο πόθος
κι ο κόσμος μετέωρος
μια ανάσα κοντά μου, μια ανάσα μακριά μου!
Ένα βαθύ φιλί στο στόμα κι ανατρίχιασε το κορμί˙
ένα φιλί κι ο πυρετός απλώθηκε ως τα νύχια των ποδιών
και λύθηκαν τα μέλη.
Έσπαγαν κρόκοι μελιού μέσα στο στόμα
κι η ηδονή παράφορα μας άρπαζε και μας βύθιζε στη δύνη της
πολεμώντας τ άγνωστο ν’ αφανίσει.
Έγνεψε ο νους και κόπασε ο πυρετός
κι η πεθυμιά εφώλιασε στης προσμονής την ώρα.
(Ω πόσο κουραστική έγινε ξαφνικά η παρέα των φίλων˙
και τα λόγια κι οι μουσικές τι περιττά που εγίναν!).
Έπεφτε το βράδυ ψυχρό.
Πάνω στο θαμπό τζάμι δάκρυζε ο πόθος
κι ο κόσμος μετέωρος
μια ανάσα κοντά μου, μια ανάσα μακριά μου!
Ένα βαθύ φιλί στο στόμα κι ανατρίχιασε το κορμί˙
ένα φιλί κι ο πυρετός απλώθηκε ως τα νύχια των ποδιών
και λύθηκαν τα μέλη.
Έσπαγαν κρόκοι μελιού μέσα στο στόμα
κι η ηδονή παράφορα μας άρπαζε και μας βύθιζε στη δύνη της
πολεμώντας τ άγνωστο ν’ αφανίσει.
Έγνεψε ο νους και κόπασε ο πυρετός
κι η πεθυμιά εφώλιασε στης προσμονής την ώρα.
(Ω πόσο κουραστική έγινε ξαφνικά η παρέα των φίλων˙
και τα λόγια κι οι μουσικές τι περιττά που εγίναν!).
Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014
ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΚΑΛΙΟΣ- Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ
Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ
Εμφύλιος πόλεμος
Αντάρτης με το στάγιερ
κρεμασμένο στο λαιμό
Πάω στο σπίτι της γιαγιάς
Στεκόταν μπροστά στην
πόρτα
Κι' αγνάντευε
Τί κάνεις εδώ γιαγιά;
Καρτερώ.
Τί καρτερείς;
Την ώρα να σε δω
Μ' αγκαλιάζει
Έχασα για μια στιγμή
το Εγώ μου
Ήμουν ο εγγονός της
Κάθησε, μου λέει
Όμως, όχι. Στάσου όπως είσαι
Σε θέλω όρθιο
Μπροστά μου
όπως εκείνα τα χρόνια της
ειρήνης
Μα εσύ άγγελέ μου
ήθελες έναν άλλο κόσμο
Για κείνους που υπέφεραν
όταν εμείς ζούσαμε καλά
Βλέπεις, μου λέει
Και βγάζει μια φωτογραφία
από τον κόρφο της
Αυτός ήσουν εσύ
Μικρός όταν σε ντάντευα
Τώρα μεγάλωσες
Κι εγώ αναπολώ
Γιαγιά, άφησε τα μαλλιά σου
Να πέσουν
Λύσε τις πλεξούδες σου!
Σε θέλω λεύτερη
Όπως ήσουν πάντα
Κι αρχίζει με σπουδή
Να ξετυλίγει τα μαλλιά της
Άσπρες τρίχες,μαύρες τρίχες
Γκρίζες και καφέ
Μια παλέτα ομορφιάς
που παίζει με τα χρώματα
στον αέρα που έχει φυσήξει
Σκεπάζει όλον τον κόσμο
γύρω της
Είναι το απόσταγμα της ζωής
τα ξέπλεκα μαλλιά της
γιαγιάς
Μαζί με τις ρυτίδες της
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)