"Ποτέ δεν απόσωσες ακέριο
εν΄ άσπρο καρβέλι χαράς
στη ζωή σου
κι’ η ξερή μπομπότα της
πίκρας σου
έδωσε το χρώμα της στα παιδιά
σου.
Σε ποιο βράχο απίθωσες τα
όνειρά σου
και ξέχασες το μονοπάτι που
σ’ οδήγησε ;
Σε ποια κρυόβρυση του βουνού
σου
πλένεις τις λαβωματιές σου
με τις πετροπέρδικες
και δεν αφίνουν σημάδια
τα αίματά σου ;
Σε ποιο πηγάδι της καρδιάς
σου
βυθίζεις τον πόνο σου
για να δείχνεις ήσυχος σαν
το γιαλό
που καρτεράει Γενάρη ν’
αγριέψει ;
Βοήθεια ! Βοήθεια ! Βοήθεια !
Αυτό δεν είναι κραυγή που
ζητάει
ένα χέρι σωτηρίας
είναι μια πανάρχαιη επίκληση
του τόπου σου
που κόλλησε στις στουρναρόπετρες
και μπαίνει στα θεμέλια των
σπιτιών
στις φωνές των τσοπάνων
και στα τραγούδια των γεωργών
που σπρώχνουν το σιδερένιο
υνί
του παρελθόντος
ίσια στην καρδιά του μέλλοντος…
Βοήθεια ! Φωνάζουν τα νηογέννητα
που στριφογυρίζουν αλευρωμένα
στην ανάποδη ενός σαμαριού.
Βοήθεια ! Τα μαθητούδια που
γράφουν
με τον κοντυλοφόρο του
μνημονικού τους.
Βοήθεια ! Τα παιδιά που κινάνε
να ξενοδουλέψουν στις
πολιτείες
μ’ έναν τρουβά γιομάτον
νοσταλγία
και ξερό ψωμί
Βοήθεια ! Αυτοί που μένουν.
Αυτοί που φεύγουν
για την ξενητειά ή για τον
κάτω κόσμο
Βοήθεια ! Βοήθεια ! Βοήθεια !
Μπήκε στο αίμα τους και
κυλάει η επίκληση.
Μπήκε στην καρδιά τους και
χτυπάει ρυθμικά
ταξιδεύει με το υπομονετικό
γαϊδουράκι
γκρεμίζεται στις σάρες και
τις γιδόστρατες
πέφτει απ’ τα δέντρα που
κόβει κορφάδες
για τα ζωντανά
χάνεται στα ξένα αναζητώντας
ένα φτηνό μεροκάματο
Μπαίνει στα γράμματα και
σφραγίζεται
με το βουλοκέρι της πίκρας
:
«υγείαν έχω
μα δεν έχω να στείλω λίγη
καφοζάχαρη
για τη βάβω...
Μ’ όλα αυτά, αδερφέ μου ευρυτάνα σκύβεις μονάχα
να πιείς το νερό της πηγής
ή για να βάλεις τ’ αυτί σου
στο χώμα
και ν’ αφουγκραστείς
το περπάτημα των Νέων Καιρών
που έρχονται
μες απ’ τις αντάρες της
φτώχειας σου.
Κυτάζεις τον ήλιο
μες απ’ τα φυλλώματα του
γεροπλάτανου
που κάποτε κρέμαγες τ’
άρματά σου
για να χτυπήσεις τον τύραννο.
Κυτάζεις τον κόσμο απ' το
ξάγναντο
της σκέψης σου
και κρατάς στα ροζιασμένα
σου χέρια
το βοσκοράβδι και την τιμή
της πατρίδας.
Κρατάς τα παράσημα των αγώνων
σου
και τις πίκρες των διωγμών
σου.
Τυλίγεις τα λαμπερά μετάλλια
εξαίρετων πράξεων
στα «εντάλματα συλλήψεως
δι’ οφειλάς προς το δημόσιον»
Σ’ εσένα κανένας δεν οφείλει τίποτα.
Κρατάς τα ξέφτια των ελπίδων σου
ραμένα στα κουρέλια των
παιδιών σου.
Κρατάς τη σημαία της Λευτεριάς
περασμένη μες απ΄ τα κάγκελα
της αόρατης φυλακής σου.
Βοήθεια ! Για να σταθείς στα πόδια σου
και ν΄ αντικρύζεις τον ήλιο
για να κρατήσεις το ταμπούρι
σου
για να κρατήσεις την Ιστορία
σου
για να κρατήσεις……
Θέλω να μιλήσω για σένα
αδερφέ μου
μα το μολύβι μου σκοντάφτει
στη σκληρή σου απόφαση
και στη σκληρή σου ζωή.
Το αίμα αχνίζει ακόμα
και σηκώνεται με τις πρωινές
ομίχλες
οι καπνοί των εμπρησμών
φουσκώνουν
τα πλεμόνια των ανθρώπων.
Τα σπίτια πέφτουν
οι καρδιές πέφτουν
οι μέρες πέφτουν
τα ελάτια μένουν μονάχα
όρθια.
Είδαν πολλά και ξέρουν
πως ο ήλιος δε θα πάψει
να βγαίνει απ’ την ψηλότερη
κορφή
του Βελουχιού.
Είδαν πολλά
κι οι σφαίρες απ’ τα
καρυοφύλλια
τους γκράδες και τα τόμιγκαν
ειν’ ακόμα καρφωμένες απάνω
τους.
Στις ρίζες τους κουλουριάστηκαν
φωνές θριάμβου
και φωνές απόγνωσης.
Οι ρίζες τους ποτίστηκαν
με πολλή βροχή και με πολύ
αίμα…
Πως να μιλήσω λοιπόν αδέρφια μου
που με πνίγει το παράπονο
για τις μέρες που πέρασαν
αρματωμένες
και τράβηξαν για νάβρουν
καταφύγιο
σαν τις θεές στον καινούργιο
τους Όλυμπο;
Πως να μιλήσω που με πνίγει
το παράπονο
σα βλέπω τα γιατάκια των
κλεφτών
πεντάρφανα
κι ούτε δυο πέτρες σωριασμένες
πουθενά
-που να βρεθεί λίγο μάρμαρο
και λίγη στοργή ; -
κι ούτε μια πλάκα
μ' ένα όνομα και μια ημερομηνία
για τόσους ήρωες που πέθαναν
χορτασμένοι από μπαρούτι
κι Αγώνα
Δεν ήτανε τούτοι δώ οι χωριάτες
από τζάκια
κι’ ούτ’ είχανε φλουριά
κι’ ονόματα
μια καρδιά είχαν
και την έδωσαν στην πατρίδα
Μιά δύναμη
και την άφησαν να τρέξει
απ’ τις λαβωματιές τους.
Κι’ έτσι δε μόλεψε η πατούσα
του τυράννου
τον τόπο που έμειν’ Άγραφος
για πάντα…
Όσο θυμάμαι τα παληά
μωρές αδέρφια μου
ψηλώνω σαν τις βουνοκορφές
βλέπω τον κόσμο με περηφάνεια
η καρδιά μου ξεπετάγεται
απ’ το στήθος μου
και γίνεται πολεμική σημαία
καρφωμένη στο κοντάρι της
Ελπίδας.
Εδώ πάνω θάθελα να πεθάνω
-σαν έρθ’ η ώρα-
ατενίζοντας τον κόσμον από
μακρυά
στη ρίζα ενός θεόρατου
ελατιού
φτάνει να βλέπω τ’ άρματα
του Κατσαντώνη
κρεμασμένα στα κλαριά του,
που φαίνουνται σα θεώρατα
χέρια
ενώ προσπαθούν ν’ αγκαλιάσουν
τους ανθρώπους…
Εδώ ο βοσκός αποκοιμιέται
με τραγούδια και παραμύθια
που ξεπετάγουντ' απ' τον τόπο
γύρα
κι απ' την καρδιά του
και πλημμυρίζουν το καλύβι
του
ως γέρνει να ξαποστάσει
αφήνοντας δίπλα στο γωνολίθι
τις έγνιες του
που τον βαραίνουν ολοχρονίς.
Εδώ, ο τόπος διηγιέται
ιστορίες
σαν το γεροπαπούλη
που κρατάει τ' αγγόνι του
στα γόνατά του
και λέει για τη ζωή του την
παληά
πιότερο για να θυμηθεί πως
έζησε...
Εδώ, ο τόπος δείχνει τις φρέσκες
λαβωματιές του
ανοίγοντάς τες σαν ένα
τριαντάφυλλο
που το δίνει να το μυρίσουν
οι γενηές που έρχονται.
Εδώ, οι άνθρωποι
είναι φτωχοί και περήφανοι,
δε ζητιανεύουν
παρά το δικαίωμά τους στη
ζωή
μπροστά σε μια κρύα καρδιά
που σφίγγει με θέρμη
το πορτοφόλι της...
Εδώ μιά φτωχιά μάνα
δίνει στα παιδιά της
λίγο γάλα και πολύ αίμα
απ’ το στραγγισμένο της
στήθος
την έχουν κλείσει όξω απ’
την πόρτα
του Αιώνα
και προσπαθεί να μπει
από μια κρυφή πορτούλα στο
μέγαρό του
αν και της πρέπουνε τιμές
απ’ τις μαρμαρένιες σκάλες.
Εδώ είναι μια μάνα
που αγωνίζεται για όλα τα
παιδιά
του κόσμου…
Έχω κλεισμένο στην καρδιά μου
ένα ηλιοβασίλεμα του χωριού
ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα
σαν το χάδι της μάνας μου
ή σαν το κρυφό δάκρυ της
αγάπης.
Έχω κλεισμένη στην καρδιά μου
μιάν απόκοσμη βραδυνή σιγαλιά
που την ταράζει μονάχα
το μακρυνό βούϊσμα ενός
ποταμιού
καθώς τραβάει ασταμάτητα
το δρόμο του προς τη θάλασσα.
-Είχα πάντα την παραίσθηση
πως είναι φωνές ανθρώπων
που έρχονται ή πνίγονται...
-
Έχω ένα απαλό πρωινό
στην καρδιά μου
όντας γυρίζουν οι κοπέλλες
του χωριού
απ' το λόγγο
ζαλιγκωμένες ξύλα κι όνειρα.
Έχω μιαν εκκλησσούλα
σε κάποιον Πλατανιά
που ανταμώνουν οι ξενιτεμένοι
με τις αναμνήσεις τους
κάθε δεκαπενταύγουστο,
μπροστά στην πολυκαιρισμένη
εικόνα
μιας φτωχιάς Παναγίας...
Η καρδιά μου είναι γιομάτη
από βουνά νοσταλγίας
μέσα στον απέραντο ζεστό
κάμπο,
γιομάτη από αναμνήσεις
πλυμένες στις κρυόβρυσες
που χάνονται μέσα στα σύδεντρα
σαν τ' αρνάκια
που κυνηγάνε το χλωρό χορτάρι
στην κάψα του καλοκαιριού.
Μοσχοβολιά ελατίσια
αναδίνουν οι αναμνήσεις μου
καθώς σιγοπερπατάνε
δίπλα στις σάρες που χάσκει
ο θάνατος
Τα ροζιασμένα χέρια των αδερφών μου
-χιλιάδες χέρια-
υψώνουνται στο άπειρο
κρατώντας ένα μπουκέτο
ελπίδες
ή αδειανά από ελπίδες,
καθώς ενώνουνται ν’ ανεβάσουν
τα βουνά τους ψηλότερα.
Οι καβαλάρηδες τρέχουν πέρα – δώθε
στους πυρπολημένους λόφους
σηκώνουν ένα περιστέρι
στα χέρια τους
σηκώνουν ένα νέο παιδί,
σηκώνουν την αγωνία τους
κεντημένη σ’ ένα άσπρο πανί
που τυλίγουν το λιγοστό ψωμί
τους.
Χελιδονάκι μου, καλό μου χελιδόνι
που χτυπάς την πόρτα της
άνοιξης
που φέρνεις τη χαρά της ζωής
κι’ ανοίγεις τα φύλλα της
καρδιάς μας
στο ζεστόν ήλιο.
Έλα χελιδονάκι της προσδοκίας
να κεντήσεις με το ράμφος
σου
ένα σημάδι χαράς
στο σκισμένο πουκάμισο
του αδερφού μου
ένα σημάδι πάνω απ’ το μέρος
της καρδιάς του
που χτυπάει καρτερώντας
μια μέρα δίχως βροχή,
μιαν άσπρη μέρα…"