Share

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

Γεώργιος Μάνος: ΧΡΟΝΟΙ ΔΙΣΕΚΤΟΙ ΚΑΙ ΜΗΝΕΣ ΟΡΓΙΣΜΕΝΟΙ- Ιστορικό αφήγημα, Εκδόσεις Λόγος & Εικόνα Τρίτη Έκδοση Απόσπασμα

 Georgios Manos

Κι όμως,
γεννιούνται και τέτοια παλικάρια.
1910, το πάλεμα στον τούρκικο στρατό!
Αληθινή ιστορία.
Αφηγητής ο παππούς ο Χρύσανθος.
Στην πορτάρα της στρατώνας μάς καρτερούσανε τσαούσηδες κι αξιωματικοί αμίλητοι, με μούτρα στυφά και βλέμμα αγριωπό. Εμείς, ήμασταν που ήμασταν μουδιασμένοι, σαν είδαμε κι αυτουνούς, χάσαμε και το λίγο κουράγιο που είχαμε. Όπως ήμασταν αράδες, μας πήγανε σε μιαν αποθήκη, να πάρει ο καθένας τον τόπο του και να φορέσει τα παλιόρουχα που μας έδωκαν. Η μισή αποθήκη ήτανε αχούρι με αλόγατα κι η άλλη μισή θα ήτανε κάμαρη για μας.
Σαν νύχτωσε, αποκαμωμένοι, στοιβιαστήκαμε να κοιμηθούμε στο αχούρι. Απ’ το κρύο και τη βρόμα τα μάτια δε σφάλιζαν. Κάποιαν ώρα πρέπει να τόνε πήρα. Ξύπνησα απ’ τη σάλπιγγα και τινάχτηκα ορθός απάνω στο βρόμικο αχερόστρωμα..
Στην αναφορά, ένας τσαούσης φώναξε με αγριωπή φωνή: «Όποιος γρικάει από τέχνη, να βγει ομπρός». Βγήκαμε καμιά εικοσαριά. Εγώ γράφτηκα δουλγέρης (κτίστης), άλλοι ραφτάδες, κουντουράδες, μαραγκοί… Καναδυό, που ήξευραν γράμματα, γράφτηκαν γραμματικοί. Απ’ την άλλην ημέρα κιόλας, καμιά δεκαριά που γραφτήκαμε δουλγέρηδες, μας στρούμωξαν στη δουλειά. Οι μισοί να μερεμετίσουνε δυο παλιές αποθήκες κι οι άλλοι να σηκώσουνε με πέτρα μια καινούργια. Εμένα μ’ ένανε βοηθό μ’ έστειλαν στην καινούργια και με ανάλαβε ένας αξιωματικός, ο Χαλίλ.
Από την πρώτη την ημέρα έβαλα τα δυνατά μου να πορπατεί η δουλειά όσο γένεται πιο γλήγορα. Τα χούγια της πέτρας τα ήξευρα καλά. Με το μάτι, καταλάβαινα πού ταίριαζε κάθε μια και πόσο πελέκημα ήθελε. Με το μάτι, τη σαούλιαζα και την αλφάδιαζα και, σαν τη χτύπαγα κομματάκι με το σκούλο του σκεπαρνιού, κάθουνταν καλούπι στη θέση της. Αριά και πού δούλευα αλφάδι και σαούλι. Έτσι, άμα είχα ένανε να με δίνει πέτρες, καμάδες (σφήνες) και λάσπη, η δουλειά φτούραγε και το ντουβάρι αψήλωνε γλήγορα.
Οι Ρωμιοί, όσες φορές μας γύμναζαν, ήμασταν δίχως τουφέκια, και το έκαμναν για να μας τυραγνήσουνε. Τα πρωτεία σ’ αυτά τα γυμνάσια τα είχε ο Χατζάκ τσαούς. Όντας μας περιλάβαινε αυτός, φτύναμε της μάνας μας το γάλα. Ένα πρωί μας ξέκαμε. Πόσες φορές γυρίσαμε ολόγυρα το στρατόπεδο κοσεύοντας (τρέχοντας), δε θυμούμαι. Στο κατόπι στα γόνατα μέσα στις λάσπες και στο τέλος κατρακύλες μέσα στις γκιόλες.
Ο Αναστάσης ο Στράνταλης, ένα γεροδεμένο παλικάρι απ’ τη Στράντζα, δεν άντεξε τον ξεφτιλισμό και μες στην αποθήκη έβαλε τα κλάματα. «Εγώ, μια φορά, σας το λέω! Αυτόνα τον Αλβανό, προτού φύγω από δω, θα τόνε τιμαρέψω (ξυλοφορτώσω). Μιαν ημέρα, εμείς οι δυο θα λογαριαστούμε. Κι έτσι κι αλλιώς ξεγραμμένους μας έχουνε!» είπε μόλις μέρωσε απ’ το κλάμα.
Ο καιρός διάβαινε, η τυράγνια κι ο παιδεμός μας περίσσευαν, κι οι αξιωματικοί, με μισόλογα μας άφηναν να καταλάβουμε ότι κόντευαν οι μέρες να φύγουμε για τα αμελέ ταμπουρού, κι εκεί θα λησμονούσαμε ακόμα και πώς μας λένε.
Ήτανε αρχές του Δεκέμβρη, κόντευαν να συμπληρωθούν σαράντα μέρες, κι απ’ το πρωί στο κονάκι μπαινόβγαιναν πολλοί νιόφερτοι αξιωματικοί. Μας μίλησε ο Χαλίλ. Μεθαύριο θα ήρχουνταν ο υπουργός Ταλαάτ πασάς, απ’ αυτουνούς που έκαμαν το κίνημα. Ομπρός του θα έκαμναν παρέλαση ούλοι οι μουσουλμάνοι στρατιώτες. Οι άλλοι, Ρωμιοί, Αρμένηδες και Βουλγάροι, θα ήμασταν αντίκρυ σε αράδες και θα συργιανούσαμε…..
Σαν ήρθε η μέρα της παρέλασης, ο γήλιος θα ήτανε τρία μπόγια αψηλά, όντας ένα λαντό με έξι καμαρωτά καλοταϊσμένα αλόγατα, στολισμένα με φούντες και χάντρες, σταμάτησε ομπρός στο κονάκι. Πρώτος κατέβηκε ένας άντρας στρογγυλοπρόσωπος, με φράγκικα ρούχα, μουστάκι τσεγκελωτό και κόκκινο φέσι, που έπρεπε στο κεφάλι του. «Ο υπουργός!» είπανε. Ένα βήμα οπίσω ήτανε ο γιαβέρης* του και καταπόδι φραγκοφορεμένος, με μικρό φεσάκι, ο στρατηγός, φορτωμένος άστρα και παρασήματα…..
Σαν τέλεψε η παρέλαση, οι «μεγάλοι», κι από κοντά κι οι άλλοι αξιωματικοί, έκαμαν με τα ποδάρια ένα γύρο στη στρατώνα, να διούνε από κοντά πώς πορπατούνε τα χτισίματα. Στη «δικιά μου» την αποθήκη, στάθηκαν κάμποσην ώρα. Με τον τρόπο που κούναγαν τα κεφάλια και τα χέρια τους, έδειχναν να είναι ευχαριστημένοι. Κάποιαν ώρα ο Χαλίλ ήρθε πλαλώντας κοντά μου και χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα ομπρός στο στρατηγό. Δεν θυμούμαι, άμα χαιρέτησα και πώς χαιρέτησα! Τα ποδάρια μου, εκείνην την ώρα, έτρεμαν και μιλιά απ’ το στόμα δεν έβγαινε.
«Εσύ δούλεψες την πέτρα, στρατιώτη;» με ρώτηξε.
«Μάλιστα, εφέντη, εγώ» αποκρίθηκα με φωνή μισοσβησμένη και τρεμάμενη.
«Άφεριμ, τζάνουμ, άφεριμ! Τέτοια δουλειά βρίσκεις μονάχα σε γιοφύρια και σε ρωμαίικες εκκλησιές» είπε ο στρατηγός και γύρισε κατά τη μεριά του Χαλίλ.
«Λοχαγέ, αύριο, με το πρώτο τρένο, ο στρατιώτης να φύγει για την Εντιρνέ (Αδριανούπολη)! Τέτοιοι μας χρειάζονται εκεί πέρα. Αλλιώς, τα σπίτια των αξιωματικών δεν τελειώνουνε. Για εδώ, θα βρείτε άλλονα» είπε, κι ο Χαλίλ, όπως ήτανε στητός κλαρίνο, συμφώνησε μ’ ένα δυνατό «μάλιστα, στρατηγέ!».
«Γλίτωσα απ’ τα αμελέ ταμπουρού!» συλλογίστηκα και για κάμποσην ώρα το κεφάλι μου πάγαινε να σπάσει κι η καρδιά μου βάραγε δυνατά. Τώρα τα πράματα άλλαζαν. Άλλο να σε στέλνουνε στην Κόκκινη Μηλιά κι άλλο για δουλειά απάνω στην τέχνη σου….
Η παλαίστρα, που μας μάζωξαν στο κατόπι, ήτανε ένα ανοιχτό μεϊντάνι στην άκρη του στρατόπεδου. Στρατιώτες πεχλεβάνηδες θα πάλευαν, ζευγάρια ζευγάρια, ομπρός στους προσκαλεσμένους, και ο υπουργός θα έδινε βραβεία. Ομπρός τους βγήκανε να παλέψουνε πέντε νοματαίοι. Αναμεταξύ τους κι ο Χατζάκ. Πάλεψαν δυο ζευγάρια και, όπως φάνηκε, ήτανε σκεδιασμένο επιτούτου, να απομείνει ο Χατζάκ μοναχός. Αφού έκαμε καμπόσα τσαλίμια, ήρθε κατά τη μεριά μας και γύρεψε να παλέψει μ’ ένανε Ρωμιό.
«Όποιος περνιέται για παλικάρι, άμα κοτάει, ας σηκωθεί. Ούλο και θα είναι κανείνας άντρας αναμεταξύ σας!» είπε γελώντας με σιγουριά.
Εμείς βουβαμάρα! Αυτός μας περιγελούσε κι εμείς καθόμασταν καταγής ασάλευτοι, σαν τα φοβισμένα ορνίθια όντας τα κλωθογυρνάει το καρτάλι*. Ποιος να σηκωθεί! Και νικητής να έβγαινε, στο τέλος θα ήτανε ο χαμένος. Τις κατοπινές μέρες θα τον έβγαζαν το λάδι.
Ο Χατζάκ, κορδωμένος, κούνησε το κεφάλι του και αφού έκαμε ένα γύρο ανάμεσα στους Τούρκους στρατιώτες που χειροκροτούσαν όρθιοι, έφτασε ομπρός στους αξιωματικούς. Μα δε σταμάτησε. Ήθελε να το ευχαριστηθεί πιότερο και κίνησε για ακόμα έναν γύρο. Μέσα σ’ ένα μεγάλο πατιρντί απ’ τις φωνές των Τούρκων, ήρθε πάλε κατά τη μεριά μας. «Μας ξεφτίλισε ολότελα» συλλοΐστηκα.
Σταμάτησε ομπρός μας, μας κοίταξε κοροϊδευτικά, σαν τιποτένιους, κι έκαμε να κινήσει, όντας έξαφνα πετάγεται απάνω ο Αναστάσης, ο Στράντζαλης, και με βήμα σίγουρο βγαίνει ομπρός! Τα μάτια του γυάλιζαν σαν τ’ αγριμιού κι η θωριά του ήταν οργισμένη. Ο Χατζάκ τόνε κοίταξε με μισό μάτι, γέλασε κι αρχίνησε να τρίβει τα χέρια του. Ύστερις, έκαμε καμπόσα χοροπηδήματα, σαν αζάπωτο βαρβάτο, και σταμάτησε στη μέση της παλαίστρας. Έδειχνε σίγουρος και το γιόρταζε. Εμείς δαγκαθήκαμε. Ξαπλωμένοι ίσαμε εκείνην την ώρα στο χορτάρι, πεταχτήκαμε απάνω. Όρθιοι κι ο υπουργός με τους αξιωματικούς.
Οι Τούρκοι στρατιώτες, σαν πέρασε το πρώτο ξάφνιασμα, αρχίνησαν να περιγελούνε τον Αναστάση. Εκείνος κοντοστάθηκε. «Να κάμει οπίσω εντρέπεται, να πάει ομπρός φοβάται. Και το σταυρό του έκαμε και στην παλαίστρα μπαίνει!» λέει το τραγούδι. Αυτό έκαμε κι ο Αναστάσης. Σταυροκοπήθηκε και χίμηξε στην παλαίστρα. Ξυμνώθηκε γλήγορα γλήγορα απ’ τη μέση κι απάνω και αλείφτηκε με λάδι. Το κορμί του ήτανε σφιχτοκαμωμένο και τα μπράτσα του πετρωμένα, απ’ τη δουλειά του ξυλοκόπου στα μεκιάνια (δασικές εκτάσεις για κάρβουνο) της Στράντζας. Ούλοι ξεύραμε πως δε σηκώθηκε να παλέψει για το βραβείο. Μήτε γύρευε παλικαριές και παινέματα. Απ’ το θυμό του σηκώθηκε, που ημέρες τώρα τόνε πίνιγε τα στήθια και δεν τον άφηνε μήτε να φάει μήτε να κοιμηθεί. Δεν μπόρειε να χωνέψει, πώς αυτός ο Αλβανός, όπως τον έλεγε το Χατζάκ, τον έκαμε, δυο μπόγια άντρα, να κλάψει. Και σαν να μην έφτανε αυτό, τον έβλεπε τώρα ομπρός του, να παρασταίνει κορδωμένος τον παλικαρά, με τη σιγουριά του αφέντη.
Η νταβούλα βάρεσε δυνατά και μια γκάιντα έβγαλε μια τσιριχτή φωνή. Ύστερις, ησυχία. Τσιμουδιά! Η καρδιά μας θα σπάσει! Με το «ωπ» του Αναστάση, ο Χατζάκ αρχίνησε τα τσαλίμια. Έδειχνε να το γλεντάει. Δεν τον έκαμαν καλά πεχλεβάνηδες ξακουστοί, αυτός ο τσιπλάκης θα τον έκαμνε! Έλα, όμως, που δε ζύγιασε καλά τα πράματα!
Με το που όρμηξε απάνω στον Αναστάση, εκείνος, τσιβίκης (ευέλικτος) όπως ήτανε, έκαμε στο πλάι και με το αριστερό χέρι σβέρκωσε σαν ντανάλια το κεφάλι του Χατζάκ. Μ’ ένα γλήγορο τσαλίμι, τόνε κλείδωσε κάτω απ’ τη σιδερένια αμασχάλη του και τόνε κουβάριασε. Βαθύ μουγκρητό, σαν από λαβωμένο θεριό, βγήκε απ’ το διπλωμένο λαρύγγι του Χατζάκ. Ο Αναστάσης δεν τόνε χάρισε. Τον άρπαξε με το δεξί απ’ τα ποδάρια, τόνε σήκωσε αψηλά και τόνε σαβούρντιξε να σκάσει στο χορτάρι. Μέτρησε ως το δέκα και «ολντού», φώναξε με τα χέρια αψηλά και μούσκεμα στον ίδρο. Πού την έκρυβε τέτοια δύναμη! Ομπρός του ο Χατζάκ, αυτό το ανήμερο θεριό, κείτουνταν καταγής ασάλευτος, σαν εύκαιρο* τσουβάλι.
Με γουρλωμένα τα μάτια, αξιωματικοί και τσαούσηδες κόσεψαν αλαφιασμένοι να τον ζωντανέψουνε. Πολέμησαν να τον σηκώσουνε όρθιο, μα δεν τα κατάφεραν. Το κεφάλι του έπεφτε και τα ποδάρια του σβαρνιούνταν σαν του αποθαμένου. Απ’ τα πολλά, για να μην ξεφτιλιστεί πιότερο, τόνε περιμάζεψαν, εμέν εμέν (γρήγορα γρήγορα), παραπίσω και δεν ξαναφάνηκε. Τα τουρκιά ολόγυρα, ένα «όι, λελέ!», σαν από μαχαιριά από δίκοπη κάμα, πρόφταξαν να βγάλουνε και βουβάθηκαν. Μια παγωμάρα έπεσε στη μεριά τους.
Εμείς, ξαφνιασμένοι απ’ όσα αναπάντεχα έβλεπαν τα μάτια μας, με το ζόρι πινίξαμε μέσα μας τις φωνές απ’ τη χαρά και την περφάνια. Στα μάτια μας, ο Αναστάσης αψήλωσε απάνω από ανθρώπου μπόι. Δεν έμοιαζε μάνας γέννημα αυτό το παλικάρι. Ήτανε ο αντρειωμένος, που τόνε πέταξε από τα μέσα της η γης, για να βαρέσει τον τύραννο και να ξεπλύνει τη ντροπή, που ίσαμε εκείνην την ώρα ήτανε απλωμένη απάνω μας. Θέλαμε να χοροπηδήξουμε, να φωνάξουμε, να γιορτάσουμε, μα ο φόβος, πως θα πλερώσουμε ακριβά μια τέτοιαν αστοχασιά, μας κράταγε στον τόπο μας. Εξόν απ’ αυτό, ήτανε κι ο φόβος για την τύχη τού Αναστάση. Πώς θα τόνε φέρνουνταν από δω κι ύστερις ο Χατζάκ και το συνάφι του; Την ίδιαν ώρα, εκείνος έμοιαζε να μη νοιάζεται για τα κατοπινά. Αυτό που ήθελε το έκαμε. Τη γούνα του Αλβανού την έσιαξε. Και τώρα στέκουνταν εκεί στη μέση, ατάραχος, δίχως φωνές και παναΐρια, και καρτερούσε.
Ο υπουργός, θέλοντας και μη, τον έσφιξε το χέρι, με ένα στυφό και μαραμένο χαμόγελο. Και ο στρατηγός τον έταξε δέκα μέρες άδεια, για να γιορτάσει του Χριστού με τους εδικούς του. Ωστόσο, οι πιο πολλοί αξιωματικοί, με πρόφαση να παρασταθούν στον Χατζάκ, χάθηκαν μάξουζ* απ’ το μεϊντάνι. Κόσεψε κι ο χότζας, που μέσα στην παραζάλη του έχασε πλαλώντας το πράσινο σαρίκι του, και χάθηκε ξεσκούφωτος πίσω απ’ τις αποθήκες.
Το βράδυ, βγαίνοντας απ’ το φαΐ, έπεσα απάνω στο Χαλίλ. Με γύρευε. «Κάλφογλου, είμαι πολύ χαρούμενος» με είπε. «Δεν ήσουνα μονάχα εσύ τυχερός. Κοντά σε σένα θα γλιτώσω κι εγώ από δω. Με διαταή του στρατηγού, θα φύγουμε αύριο αντάμα για την Εντιρνέ. Θα αναλάβω τα σπίτια των αξιωματικών. Θα πάρω μαζί μου και τρεις στρατιώτες, να κουβανούνε λάσπη και πέτρες. Ποιος ξεύρει, μπορεί εκεί να καταφέρω να αποβγάλω* και την καλοσύνη που μ’ έκαμες. Την Αντριανού σε σένα τη χρεωστώ». Ευτύς, μια ιδέα έστραψε στο μυαλό μου.
«Άμα θέλεις, εφέντη, μπορείς και τώρα να την αποβγάλεις την καλοσύνη» είπα και τα ’χασε.
«Τώρα; Πώς;» είπε απορεμένος.
«Παίρνοντας μαζί μας και τον Αναστάση. Εδώ θα τόνε ξεκάμουνε. Δε θα προκάμει να πάρει μήτε την άδεια που τον έταξε ο στρατηγός για του Χριστού» αποκρίθηκα.
Τα μάτια του έλαμψαν.
«Άφεριμ, Κάλφογλου! Σε ζουλεύω. Ζουλεύω και τον Αναστάση, που έχει τέτοιον αρκαντάς. Θαρρώ πως θα τα καταφέρω. Τους άλλους τρεις εγώ θα τους διαλέξω. Ε, ο ένας θα είναι ο Αναστάσης. Είσαι ευχαριστημένος;». Αν ήταν τρόπος να τόνε φιλήσω τα χέρια, θα το έκαμνα. «Με μια συμφωνία» συνέχισε ο Χαλίλ. «Απόψα δε θα τόνε πεις τίποτα. Άσε να ξημερώσει πρώτα με το καλό, γιόξαμ* και στραβώσει τίποτα και απομείνουμε ούλοι με τη χαρά».
Μπορεί να έδωκα το λόγο μου, μα εμένα δε με κράταγε τίποτες. Τέτοια χαρά δεν μπόρεγα να τήνε βαστήξω μονάχος ούλη τη νύχτα. Θα πάθαινα. Καμιά φορά, η μεγάλη χαρά, άμα δεν τη μοιραστείς, μοιάζει με μεγάλη στεναχώρια. Δεν τήνε χωρούνε τα στήθια! Μόλις ο Χαλίλ ξεμάκραινε, ζύγωσα στην αποθήκη. Οι δικοί μας είχανε τον Αναστάση στη μέση και τόνε ρώταγαν πώς πήρε την απόφαση να παλέψει. «Εγώ τη μούρη του Αλβανού ήθελα να τρίψω. Τώρα, άμα κοντά σ’ αυτόνα ντροπιάστηκαν και οι άλλοι, ούτε που με νοιάζει» άκουσα να τους λέει.
Με τρόπο, τον έγνεψα να έβγει όξω. Παράμερα, μέσα στη σκοτίδα, τόνε γύρεψα να μη βγάλει μιλιά και τον είπα τα καθέκαστα. Σάστισε. Η σκοτίδα δε με άφηνε να διω τα μάτια του. Απόμεινε λίγο ασάλευτος κι ύστερις έπεσε απάνω μου και μ’ αγκάλιασε. «Είσαι παραπάνω κι απ’ αδερφός, Χρύσανθε. Δε θα το λησμονήσω ποτές» είπε κι ένιωσα το στήθος του να ταρακουνιέται. «Αναστάση, ο Θεγιός τα ’φερε έτσι. Αύριο, πρώτα ο Θεγιός, ξημερώνει καινούργια μέρα και για τους δυο μας» είπα και τον καληνύχτισα.
Το πρωί στην αναφορά, φώναξαν να βγούμε ομπρός τέσσερες νοματαίοι για την Αντριανού. Ο Αναστάσης ο Στράντζαλης, ο Γεροντής ο Σαμιώτης, ο Μιχαήλος ο Σηλυβρινός κι εγώ. Ούλα πήγανε καλά.
Γεώργιος Μάνος
ΧΡΟΝΟΙ ΔΙΣΕΚΤΟΙ ΚΑΙ ΜΗΝΕΣ ΟΡΓΙΣΜΕΝΟΙ
Ιστορικό αφήγημα
Εκδόσεις Λόγος & Εικόνα
Τρίτη Έκδοση
Απόσπασμα
Οι φωτογραφίες από το akispapadopoulos.com (ύστερα από άδεια).
Εσείς, Alexandros Omiriadis και 169 ακόμη
54 σχόλια
16 κοινοποιήσεις
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση

Ηέλτιος- Γλώσσα

 Γλώσσα πολύσημη

Λέξεις αμφίβολες.

Διανοικτικές ωστόσο ενός ορίζοντα

όπου χωρίς να το καταλάβεις

λες κι επιλέγεις λεύτερα

τόπο, όψη, σημείο

και προσανατολισμό.

3-6-2017

Τρίτη 31 Μαΐου 2022

Ηέλτιος-σα ρόδι

 Ανοιχτή η καρδιά μου σιμά σου,

σα ρόδι που άνοιξε
κι οι σπόροι του σκορπίσανε
στην αγκαλιά σου.
31-5-2015

Κυριακή 29 Μαΐου 2022

Σ'αγαπώ και σε θέλω ~ Νταλάρας Γιώργος ~ Παπαδόπουλος Λευτέρης

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος Μουσική: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος Του έρωτά μου τα πράσινα φύλλα τη γυμνή ομορφιά σου αγκαλιάζουν. Κύλ’ αγάπη μου, μάτια μου, κύλα όπου οι δρόμοι της νύχτας σε βγάζουν. Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ και σε θέλω δίχως μέτρο και δίχως πυξίδα. Στο δικό σου το βλέμμα ανατέλλω. Το κορμί σου η δική μου πατρίδα. Πόσα χρόνια σε περίμενα, πόσα νά ‘ρθεις, πάλι, τον κόσμο ν’ αλλάξεις. Της καρδιάς να μου μάθεις τη γλώσσα και τον ήλιο βαθιά να μου στάξεις!

Σάββατο 21 Μαΐου 2022

ROMEISA KALOMANA - PELA NIKOLAIDOU

ΝΑ ΕΜΝΕ ΕΝΑΝ ΠΕΤΟΥΜΕΝΟΝ-Χ.Παπαδόπουλος|Αγέρης|Καρασαββίδης|Νικολαϊδης|Πα...


Παραδοσιακό / Ποντιακά / Понтиака Διασκευή/Ενορχήστρωση: Χρήστος Παπαδόπουλος / Κώστας Αγέρης
Να έμ'νε έναν πετούμενον σ' ορμάν απές πουλόπο μ' κλαδίν κλαδίν επέτανα κι εράευα τ' αρνόπο μ' Ρεφρέν Γουρπάν ισ' ζωγραφία λάσκεσαι σα ραχία κανείται αρ' όσον έπηες άι, τα νερά τα κρύα Να έμ'νε έναν πετούμενον σ' ορμάν απές πουλόπο μ' μοιρολογούνε τα ραχία και χαίρεται το ψυόπο μ' Μοιρολογούνε τα ραχία κλαίγνε τα ποταμάκρεα ακούω πως μοιρολογούν τρέχ'νε τ'εμά τα δάκρεα Μοιρολογούνε τα ραχία κλαίγνε πουλί μ' τ' ορμία ο κόσμος όλον έφυγεν εγέντον ερημία Μετάφραση στα νέα ελληνικά (από τον Κωνσταντίνο Τσουμπρα) ----------------------- ΝΑΜΟΥΝ ΕΝΑ ΠΕΤΟΥΜΕΝΟ Νάμουν ένα πετούμενο μες το βουνό πουλάκι μου, κλαδί - κλαδί να πέταγα και νάψαχνα τ' αρνάκι μου Ακριβή* μου ζωγραφιά, τριγυρνάς στις πλαγιές, φτάνει πιά όσο ήπιες απ' τα νερά τα κρύα, ακριβή μου ζωγραφιά! Νάμουν ένα πετούμενο μες το βουνό πουλάκι μου, μοιρολογούνε τα βουνά και χαίρεται η ψυχή μου Μοιρολογούν τα βουνά, κλαίνε οι ακροποταμιές, ακούω πως μοιρολογούν τρέχουν τα δάκρυά μου Μοιρολογούν τα βουνά, κλαίνε, πουλάκι μου, οι ρεματιές, ο κόσμος όλος χάθηκε** κι έγινε ερημιά ! * επι λέξει : γουρπάν = θυσία ** επι λέξει : έφυγε

ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΤΣΑ ΠΑΝΑΙΑ-Χ.Παπαδόπουλος|Παρχαρίδης|Νικολαϊδης|Καρασαββίδης|Αγ...

Στίχοι Γιάννης Κοσμίδης
Μουσική : Χρήστος Παπαδόπουλος Ενορχήστρωση : Κώστας Παπαγερίδης Ερμηνευτές: Αλέξης Παρχαρίδης, Στάθης Νικολαϊδης, Δημήτρης Καρασαββίδης, Κώστας Αγέρης Σουμελά επέμναν τα ρασίας ορφανά Σούμελά ξενητεμέντζα ατώρα Παναγιά Η θωρέαμ' λαλίαν να εβγάλ' σα κάρδιας να εμπέν' να αρχινούμε την τραγώδια (ρεφραίν) τη γης οι πονεμέν' Θάνατε κι θα νικάς 'με άλλο θάνατε θάνατε η μάνιτσαμ' κουΐζ' 'με αθάνατε Άψιμον σον ουρανό θα βάλω άψιμον άψιμον να παίρνε τ' άστρα ούλια άψιμον Θάλασσα τη πάτριδας βαθέα θάλασσα Θάλασσα τα όνερα'μ για τ'εσέν εχάλασα

Τετάρτη 27 Απριλίου 2022

Αλέξανδρος Βαναργιώτης- Συνέντευξη

 

Το ιστολόγιο Culture Book με το "γραφείο πεζογραφίας", στην ενότητα "πεζογραφικά πορτρέτα", και η εφημερίδα "Πελοπόννησος" με τίμησαν φιλοξενώντας μια συνέντευξή μου. Τους ευχαριστώ θερμά.
Πολλές ευχαριστίες στους επιμελητές: Αντώνη Δ. Σκιαθά και Τριαντάφυλλο Η. Κωτόπουλο. ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΔΩ
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
CULTUREBOOK.GR
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Το Γραφείο Πεζογραφίας συνεχίζει την παρουσίαση Ελλήνων και Ελληνίδων πεζογράφων στην εφημερίδα Πελοπόννησος. Στο φύλλο του Μ. Σαββάτου και της Κυριακής του Πάσχα...

Τρίτη 19 Απριλίου 2022

Προς εκρηκτική αύξηση πείνας και ακραίας φτώχειας | ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

 Η ΕΝ ΠΟΛΛΑΙΣ ΑΜΑΡΤΙΑΙΣ ΠΕΡΙΠΕΣΟΥΣΑ....ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Costas Tsiantis

Μ Τετάρτη πρωί 1979 Τροπάριο Κασσιανής Πρίγγου ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ με βοηθό του ...


Το τροπάριο της Κασσιανής

Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,
 
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
 
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
 
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
 
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
 
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
 
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
 
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
 
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
 
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
 
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
 
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
 
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
 
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
 
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
 
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
https://lyricstranslate.com

Κυριακή 17 Απριλίου 2022

Γ.ΟΥΡΟΥΜΗΣ!!! C,D. ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ!!!!!!!

ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ- ΓΙΩΡΓΟΣ ΟΥΡΟΥΜΗΣ (ΚΛΑΡΙΝΟ)

Ξεριζωμένη γενιά - Γιώργος Ουρούμης

ΓΚΑΪΝΤΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ (ουσαμνάτο) - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Τρίτη 12 Απριλίου 2022

Georgios Manos : Σαν σήμερα 12 Απριλίου 1204 Η Άλωση της Πόλης από τους Φράγκους

 

«Ακούστε τώρα και θαμάστε! Ο Αλέξιος ο Άγγελος γκρέμισε απ’ το θρόνο τον αδερφό του Ισαάκιο και γένηκε αυτός βασιλιάς. Ο Αλέξιος ο Γ΄. Και επειδή δεν το σήκωνε η καρδιά του να σκοτώσει τον αδερφό του, τον τύφλωσε και τον έκλεισε σε μοναστήρι. Δεν ακούτε που λέμε, έβγαλαν τα μάτια τους αναμεταξύ τους; Ο γιος του Ισαάκιου, Αλέξιος κι αυτός, ορκίστηκε να εκδικηθεί το θείο του και να γίνει βασιλιάς ο ίδιος. Αλέξιος ενάντια σε Αλέξιο. Ανεψιός ενάντια σε θείο.
»Και τι κάμνει, που λέτε, ο ανεψιός! Μια και δυο παγαίνει στον πάπα και γυρεύει βοήθεια! Αυτό κι αν ήτανε κατάντημα! Ο πάπας, που δεν ήθελε ν’ ανακατευτεί φανερά στη φαγωμάρα, τόνε στέλνει στους σταυροφόρους. Αυτοί ήτανε στρατιώτες με αλόγατα και όπλα, απ’ ούλη την Ευρώπη. Είχανε, λέει, άγιο σκοπό. Να λευτερώσουνε τα Γεροσόλυμα απ’ τους μουσουλμάνους. Άλλες τρεις φορές το δοκίμασαν παλιότερα, μα και δεν τα κατάφεραν. Μα και σ’ αυτουνούς, κουμάντο έκαμνε ο πάπας με τους Βενετούς. Πάει, λοιπόν, ο Άγγελος ο ανεψιός στους Βενετούς, τον Απρίλη του 1203, και τι τους λέει!
“Αντίς να πάτε στα Γεροσόλυμα να διώξετε τους Τούρκους, δεν περνάτε πρώτα απ’ την Πόλη να διώξετε το θείο μου απ’ το θρόνο; Χαμένοι δε θα βγείτε. Οι στρατιώτες σας θα καλοπλερωθούνε. Για τον άγιο πατέρα, τον πάπα, θα κάμω ό,τι είναι μπορετό, να σμίξουνε οι εκκλησίες μας με αρχηγό τον ίδιο. Όσο για σας και τον τιμημένο δόγη σας, σας τάζω πως μονάχα εσείς θα κάμνετε κουμάντο στο εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας”.
»Αυτοί άλλο που δεν ήθελαν. Ήρθε η ώρα να βγάλουνε το άχτι τους για την Πόλη, που ήτανε καρφί στα μάτια τους. Αρμάτωσαν στρατό, μπήκανε στα καράβια και κίνησαν. Όντας ζύγωσαν και αντίκρισαν την Κωνσταντινούπολη, απόμειναν με το στόμα ορθάνοιχτο. Τι ήτανε αυτό που έβλεπαν! Ποτές δεν φαντάζονταν τέτοιαν εμορφιά. Ούλα τούς φαίνονταν σαν βγαλμένα από παραμύθι. Τα αψηλά της κάστρα με τους μεγάλους κουλάδες, τα θεόρατα παλάτια κι οι μεγάλες εκκλησιές της, όπως καθρεφτίζουνταν στη θάλασσα, τους μάγεψαν. Είχανε ακουστά για τις εμορφιές της Πόλης, μα αυτό που έβλεπαν δεν το έβαζε ο νους τους! Η ζούλεια φούντωσε πιότερο μέσα τους και την έζωσαν από στεριά και θάλασσα. Νε* να μπεις νε να βγεις.
»Σαν είδε ο Αλέξιος ο Γ΄, πως ο στρατός του δε θα βαστήξει, μαζώνει απ’ το παλάτι ούλους τους θησαυρούς και μια νύχτα του Αλωνάρη (1203) φεύγει κρυφά σαν κλέφτης για τη Θράκη. Το πρωί, όντας μαθεύτηκε πως ο βασιλιάς έφυγε, τρέχει στο παλάτι ο ανεψιός και αρπάζει το θρόνο. Έτσι, αποβραδίς είχαμε βασιλιά τον Αλέξιο τον Γ΄, το θείο, και το πρωί τον Αλέξιο τον Δ΄, τον ανεψιό.
»Ο καινούργιος βασιλιάς πιάνει τη φαμίλια του θείου του, τη φυλακώνει και φεύγει για τη Θράκη, να κυνηγήσει το θείο του. Μέχρι το Νοέμβρη του 1203 δεν κατάφερε να τον πιάσει. Σαν γύρισε απ’ τη Θράκη, βρήκε τους σταυροφόρους ξεσηκωμένους να γυρεύουνε τα ταμένα. Πού να τα βρει όμως! Κλέψε ο ένας, φάε ο άλλος, δεν απόμεινε τίποτα. Μάζωξε από δω κι από κει ό,τι μπόρεσε, μα ήτανε πολύ λίγα. Δεν έφταναν. Τους γύρεψε να κάμουνε υπομονή ως την άνοιξη, που θα μάζωνε τους φόρους. Αυτοί αγρίεψαν και ξέσπασαν στα χωριά τρόγυρα απ’ την Πόλη. Άρπαζαν ό,τι ήθελαν, σαν το χειρότερο οχτρό. Ο κοσμάκης αγανάχτησε. Μια νύχτα του Γενάρη του 1204, ένας συγγενής του ανεψιού, Αλέξιος κι αυτός, μπαίνει κρυφά στο παλάτι, παίρνει το κεφάλι του βασιλιά και γένεται αυτός βασιλιάς. Είναι ο Αλέξιος ο Ε΄. Απ’ τον τρίτο, φτάσαμε, εμέν εμέν*, στον πέμπτο.
»Ούλα αυτά τα ανέβα κατέβα των βασιλιάδων δεν άρεσαν στους σταυροφόρους. Έβλεπαν πως δεν πρόκειται να τους πλερώσει κανείς τα ταμένα και αποφάσισαν να τα πάρουνε μοναχοί τους.
Ο Αλέξιος ο Ε΄, για να γλιτώσει, μαζώνει ό,τι είχε απομείνει στο παλάτι και φεύγει, νύχτα κι αυτός, για τη Θράκη. Όπως βλέπετε, πέσαμε σε νοικοκυραίους!
»Έτσι, ξημέρωσε εκείνη η μαύρη μέρα. Ήτανε 12 τ’ Απριλιού, στα 1204, όντας μπήκανε στην Πόλη οι οχτροί. Ανθρώπινος νους δεν μπορεί να χωρέσει ούλο το κακό που έκαμαν. Χριστιανοί, ντεμέκ, που θα λευτέρωναν τα Γεροσόλυμα απ’ τον αλλόπιστο, φέρθηκαν δέκα φορές χειρότερα απ’ τον Τούρκο! Έπεσαν σαν τα λυσσασμένα σκυλιά σε μιαν ανήμπορη πολιτεία και τη μακέλεψαν. Σκότωσαν γέρους, γυναίκες και παιδιά. Ντρόπιασαν μικρά κορίτσια, γυναίκες και γριές. Τις εκκλησιές τις ξεγύμνωσαν. Άρπαξαν άγια λείψανα, κονίσματα, τάματα, κειμήλια, μαλάματα κι ασήμια και τα κουβάλησαν ούλα στον Άγιο Μάρκο της Βενετιάς και σ’ εκκλησιές της Φραγκιάς. Έβαλαν φωτιά κι έκαψαν ολάκερους μαχαλάδες. Απ’ τη μανία τους δε γλίτωσαν μήτε τα αγάλματα. Όσα ήτανε βαριά και δεν μπορούσαν να τα κουβαλήσουν στα καράβια, τα γκρέμισαν και τα κομμάτιασαν.
»Μέρες βάστηξε αυτός ο χαλασμός. Κι όντας έπεσε ο πυρετός τους κι αποκαμωμένοι αποτραβήχτηκαν στα καράβια τους να μετρήσουνε τα καζάντια τους, φάνηκε η μεγάλη συφορά. Τρόμος κι ερήμωση, απ’ άκρη σ’ άκρη σ’ ούλην την Πόλη. Παντού χαλάσματα κι αποκαΐδια. Καπνοί, ανακατωμένοι με τη μυρωδιά απ’ τα καμένα, ταξίδευαν με τον αγέρα ως αντίκρυ στη Μικρασία, φέρνοντας ίσαμε εκεί το μαύρο μαντάτο. Οι δρόμοι αδειανοί. Οι ζωντανοί χαμένοι. Μονάχα αδέσποτα σκυλιά, κι αυτά φοβισμένα, τριγύριζαν ανάμεσα στα άψυχα κορμιά, που κείτουνταν ακήδευτα μέρες στα σοκάκια. Όσοι γλίτωσαν μανταλώθηκαν στα σπίτια τους και δεν κόταγαν να βγούνε όξω.
»Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήτανε κι αυτή αποθαμένη και ακήδευτη. Τήνε κήδεψαν ύστερις από λίγες ημέρες, όντας ανέβασαν στο θρόνο Φράγκο βασιλιά και Φράγκο πατριάρχη».
Γεώργιος Μάνος
ΧΡΟΝΟΙ ΔΙΣΕΚΤΟΙ ΚΑΙ ΜΗΝΕΣ ΟΡΓΙΣΜΕΝΟΙ
Ιστορικό αφήγημα
Εκδόσεις Λόγος & Εικόνα
Απόσπασμα
Οι φωτογραφίες από το διαδίκτυο.
Δέσποινα Στεφανίδου, Κοσμιδης Μακης και 255 ακόμη
57 σχόλια
41 κοινοποιήσεις
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση