Κι όμως,
γεννιούνται και τέτοια παλικάρια.
1910, το πάλεμα στον τούρκικο στρατό!
Αληθινή ιστορία.
Αφηγητής ο παππούς ο Χρύσανθος.
Στην πορτάρα της στρατώνας μάς καρτερούσανε τσαούσηδες κι αξιωματικοί αμίλητοι, με μούτρα στυφά και βλέμμα αγριωπό. Εμείς, ήμασταν που ήμασταν μουδιασμένοι, σαν είδαμε κι αυτουνούς, χάσαμε και το λίγο κουράγιο που είχαμε. Όπως ήμασταν αράδες, μας πήγανε σε μιαν αποθήκη, να πάρει ο καθένας τον τόπο του και να φορέσει τα παλιόρουχα που μας έδωκαν. Η μισή αποθήκη ήτανε αχούρι με αλόγατα κι η άλλη μισή θα ήτανε κάμαρη για μας.
Σαν νύχτωσε, αποκαμωμένοι, στοιβιαστήκαμε να κοιμηθούμε στο αχούρι. Απ’ το κρύο και τη βρόμα τα μάτια δε σφάλιζαν. Κάποιαν ώρα πρέπει να τόνε πήρα. Ξύπνησα απ’ τη σάλπιγγα και τινάχτηκα ορθός απάνω στο βρόμικο αχερόστρωμα..
Στην αναφορά, ένας τσαούσης φώναξε με αγριωπή φωνή: «Όποιος γρικάει από τέχνη, να βγει ομπρός». Βγήκαμε καμιά εικοσαριά. Εγώ γράφτηκα δουλγέρης (κτίστης), άλλοι ραφτάδες, κουντουράδες, μαραγκοί… Καναδυό, που ήξευραν γράμματα, γράφτηκαν γραμματικοί. Απ’ την άλλην ημέρα κιόλας, καμιά δεκαριά που γραφτήκαμε δουλγέρηδες, μας στρούμωξαν στη δουλειά. Οι μισοί να μερεμετίσουνε δυο παλιές αποθήκες κι οι άλλοι να σηκώσουνε με πέτρα μια καινούργια. Εμένα μ’ ένανε βοηθό μ’ έστειλαν στην καινούργια και με ανάλαβε ένας αξιωματικός, ο Χαλίλ.
Από την πρώτη την ημέρα έβαλα τα δυνατά μου να πορπατεί η δουλειά όσο γένεται πιο γλήγορα. Τα χούγια της πέτρας τα ήξευρα καλά. Με το μάτι, καταλάβαινα πού ταίριαζε κάθε μια και πόσο πελέκημα ήθελε. Με το μάτι, τη σαούλιαζα και την αλφάδιαζα και, σαν τη χτύπαγα κομματάκι με το σκούλο του σκεπαρνιού, κάθουνταν καλούπι στη θέση της. Αριά και πού δούλευα αλφάδι και σαούλι. Έτσι, άμα είχα ένανε να με δίνει πέτρες, καμάδες (σφήνες) και λάσπη, η δουλειά φτούραγε και το ντουβάρι αψήλωνε γλήγορα.
Οι Ρωμιοί, όσες φορές μας γύμναζαν, ήμασταν δίχως τουφέκια, και το έκαμναν για να μας τυραγνήσουνε. Τα πρωτεία σ’ αυτά τα γυμνάσια τα είχε ο Χατζάκ τσαούς. Όντας μας περιλάβαινε αυτός, φτύναμε της μάνας μας το γάλα. Ένα πρωί μας ξέκαμε. Πόσες φορές γυρίσαμε ολόγυρα το στρατόπεδο κοσεύοντας (τρέχοντας), δε θυμούμαι. Στο κατόπι στα γόνατα μέσα στις λάσπες και στο τέλος κατρακύλες μέσα στις γκιόλες.
Ο Αναστάσης ο Στράνταλης, ένα γεροδεμένο παλικάρι απ’ τη Στράντζα, δεν άντεξε τον ξεφτιλισμό και μες στην αποθήκη έβαλε τα κλάματα. «Εγώ, μια φορά, σας το λέω! Αυτόνα τον Αλβανό, προτού φύγω από δω, θα τόνε τιμαρέψω (ξυλοφορτώσω). Μιαν ημέρα, εμείς οι δυο θα λογαριαστούμε. Κι έτσι κι αλλιώς ξεγραμμένους μας έχουνε!» είπε μόλις μέρωσε απ’ το κλάμα.
Ο καιρός διάβαινε, η τυράγνια κι ο παιδεμός μας περίσσευαν, κι οι αξιωματικοί, με μισόλογα μας άφηναν να καταλάβουμε ότι κόντευαν οι μέρες να φύγουμε για τα αμελέ ταμπουρού, κι εκεί θα λησμονούσαμε ακόμα και πώς μας λένε.
Ήτανε αρχές του Δεκέμβρη, κόντευαν να συμπληρωθούν σαράντα μέρες, κι απ’ το πρωί στο κονάκι μπαινόβγαιναν πολλοί νιόφερτοι αξιωματικοί. Μας μίλησε ο Χαλίλ. Μεθαύριο θα ήρχουνταν ο υπουργός Ταλαάτ πασάς, απ’ αυτουνούς που έκαμαν το κίνημα. Ομπρός του θα έκαμναν παρέλαση ούλοι οι μουσουλμάνοι στρατιώτες. Οι άλλοι, Ρωμιοί, Αρμένηδες και Βουλγάροι, θα ήμασταν αντίκρυ σε αράδες και θα συργιανούσαμε…..
Σαν ήρθε η μέρα της παρέλασης, ο γήλιος θα ήτανε τρία μπόγια αψηλά, όντας ένα λαντό με έξι καμαρωτά καλοταϊσμένα αλόγατα, στολισμένα με φούντες και χάντρες, σταμάτησε ομπρός στο κονάκι. Πρώτος κατέβηκε ένας άντρας στρογγυλοπρόσωπος, με φράγκικα ρούχα, μουστάκι τσεγκελωτό και κόκκινο φέσι, που έπρεπε στο κεφάλι του. «Ο υπουργός!» είπανε. Ένα βήμα οπίσω ήτανε ο γιαβέρης* του και καταπόδι φραγκοφορεμένος, με μικρό φεσάκι, ο στρατηγός, φορτωμένος άστρα και παρασήματα…..
Σαν τέλεψε η παρέλαση, οι «μεγάλοι», κι από κοντά κι οι άλλοι αξιωματικοί, έκαμαν με τα ποδάρια ένα γύρο στη στρατώνα, να διούνε από κοντά πώς πορπατούνε τα χτισίματα. Στη «δικιά μου» την αποθήκη, στάθηκαν κάμποσην ώρα. Με τον τρόπο που κούναγαν τα κεφάλια και τα χέρια τους, έδειχναν να είναι ευχαριστημένοι. Κάποιαν ώρα ο Χαλίλ ήρθε πλαλώντας κοντά μου και χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα ομπρός στο στρατηγό. Δεν θυμούμαι, άμα χαιρέτησα και πώς χαιρέτησα! Τα ποδάρια μου, εκείνην την ώρα, έτρεμαν και μιλιά απ’ το στόμα δεν έβγαινε.
«Εσύ δούλεψες την πέτρα, στρατιώτη;» με ρώτηξε.
«Μάλιστα, εφέντη, εγώ» αποκρίθηκα με φωνή μισοσβησμένη και τρεμάμενη.
«Άφεριμ, τζάνουμ, άφεριμ! Τέτοια δουλειά βρίσκεις μονάχα σε γιοφύρια και σε ρωμαίικες εκκλησιές» είπε ο στρατηγός και γύρισε κατά τη μεριά του Χαλίλ.
«Λοχαγέ, αύριο, με το πρώτο τρένο, ο στρατιώτης να φύγει για την Εντιρνέ (Αδριανούπολη)! Τέτοιοι μας χρειάζονται εκεί πέρα. Αλλιώς, τα σπίτια των αξιωματικών δεν τελειώνουνε. Για εδώ, θα βρείτε άλλονα» είπε, κι ο Χαλίλ, όπως ήτανε στητός κλαρίνο, συμφώνησε μ’ ένα δυνατό «μάλιστα, στρατηγέ!».
«Γλίτωσα απ’ τα αμελέ ταμπουρού!» συλλογίστηκα και για κάμποσην ώρα το κεφάλι μου πάγαινε να σπάσει κι η καρδιά μου βάραγε δυνατά. Τώρα τα πράματα άλλαζαν. Άλλο να σε στέλνουνε στην Κόκκινη Μηλιά κι άλλο για δουλειά απάνω στην τέχνη σου….
Η παλαίστρα, που μας μάζωξαν στο κατόπι, ήτανε ένα ανοιχτό μεϊντάνι στην άκρη του στρατόπεδου. Στρατιώτες πεχλεβάνηδες θα πάλευαν, ζευγάρια ζευγάρια, ομπρός στους προσκαλεσμένους, και ο υπουργός θα έδινε βραβεία. Ομπρός τους βγήκανε να παλέψουνε πέντε νοματαίοι. Αναμεταξύ τους κι ο Χατζάκ. Πάλεψαν δυο ζευγάρια και, όπως φάνηκε, ήτανε σκεδιασμένο επιτούτου, να απομείνει ο Χατζάκ μοναχός. Αφού έκαμε καμπόσα τσαλίμια, ήρθε κατά τη μεριά μας και γύρεψε να παλέψει μ’ ένανε Ρωμιό.
«Όποιος περνιέται για παλικάρι, άμα κοτάει, ας σηκωθεί. Ούλο και θα είναι κανείνας άντρας αναμεταξύ σας!» είπε γελώντας με σιγουριά.
Εμείς βουβαμάρα! Αυτός μας περιγελούσε κι εμείς καθόμασταν καταγής ασάλευτοι, σαν τα φοβισμένα ορνίθια όντας τα κλωθογυρνάει το καρτάλι*. Ποιος να σηκωθεί! Και νικητής να έβγαινε, στο τέλος θα ήτανε ο χαμένος. Τις κατοπινές μέρες θα τον έβγαζαν το λάδι.
Ο Χατζάκ, κορδωμένος, κούνησε το κεφάλι του και αφού έκαμε ένα γύρο ανάμεσα στους Τούρκους στρατιώτες που χειροκροτούσαν όρθιοι, έφτασε ομπρός στους αξιωματικούς. Μα δε σταμάτησε. Ήθελε να το ευχαριστηθεί πιότερο και κίνησε για ακόμα έναν γύρο. Μέσα σ’ ένα μεγάλο πατιρντί απ’ τις φωνές των Τούρκων, ήρθε πάλε κατά τη μεριά μας. «Μας ξεφτίλισε ολότελα» συλλοΐστηκα.
Σταμάτησε ομπρός μας, μας κοίταξε κοροϊδευτικά, σαν τιποτένιους, κι έκαμε να κινήσει, όντας έξαφνα πετάγεται απάνω ο Αναστάσης, ο Στράντζαλης, και με βήμα σίγουρο βγαίνει ομπρός! Τα μάτια του γυάλιζαν σαν τ’ αγριμιού κι η θωριά του ήταν οργισμένη. Ο Χατζάκ τόνε κοίταξε με μισό μάτι, γέλασε κι αρχίνησε να τρίβει τα χέρια του. Ύστερις, έκαμε καμπόσα χοροπηδήματα, σαν αζάπωτο βαρβάτο, και σταμάτησε στη μέση της παλαίστρας. Έδειχνε σίγουρος και το γιόρταζε. Εμείς δαγκαθήκαμε. Ξαπλωμένοι ίσαμε εκείνην την ώρα στο χορτάρι, πεταχτήκαμε απάνω. Όρθιοι κι ο υπουργός με τους αξιωματικούς.
Οι Τούρκοι στρατιώτες, σαν πέρασε το πρώτο ξάφνιασμα, αρχίνησαν να περιγελούνε τον Αναστάση. Εκείνος κοντοστάθηκε. «Να κάμει οπίσω εντρέπεται, να πάει ομπρός φοβάται. Και το σταυρό του έκαμε και στην παλαίστρα μπαίνει!» λέει το τραγούδι. Αυτό έκαμε κι ο Αναστάσης. Σταυροκοπήθηκε και χίμηξε στην παλαίστρα. Ξυμνώθηκε γλήγορα γλήγορα απ’ τη μέση κι απάνω και αλείφτηκε με λάδι. Το κορμί του ήτανε σφιχτοκαμωμένο και τα μπράτσα του πετρωμένα, απ’ τη δουλειά του ξυλοκόπου στα μεκιάνια (δασικές εκτάσεις για κάρβουνο) της Στράντζας. Ούλοι ξεύραμε πως δε σηκώθηκε να παλέψει για το βραβείο. Μήτε γύρευε παλικαριές και παινέματα. Απ’ το θυμό του σηκώθηκε, που ημέρες τώρα τόνε πίνιγε τα στήθια και δεν τον άφηνε μήτε να φάει μήτε να κοιμηθεί. Δεν μπόρειε να χωνέψει, πώς αυτός ο Αλβανός, όπως τον έλεγε το Χατζάκ, τον έκαμε, δυο μπόγια άντρα, να κλάψει. Και σαν να μην έφτανε αυτό, τον έβλεπε τώρα ομπρός του, να παρασταίνει κορδωμένος τον παλικαρά, με τη σιγουριά του αφέντη.
Η νταβούλα βάρεσε δυνατά και μια γκάιντα έβγαλε μια τσιριχτή φωνή. Ύστερις, ησυχία. Τσιμουδιά! Η καρδιά μας θα σπάσει! Με το «ωπ» του Αναστάση, ο Χατζάκ αρχίνησε τα τσαλίμια. Έδειχνε να το γλεντάει. Δεν τον έκαμαν καλά πεχλεβάνηδες ξακουστοί, αυτός ο τσιπλάκης θα τον έκαμνε! Έλα, όμως, που δε ζύγιασε καλά τα πράματα!
Με το που όρμηξε απάνω στον Αναστάση, εκείνος, τσιβίκης (ευέλικτος) όπως ήτανε, έκαμε στο πλάι και με το αριστερό χέρι σβέρκωσε σαν ντανάλια το κεφάλι του Χατζάκ. Μ’ ένα γλήγορο τσαλίμι, τόνε κλείδωσε κάτω απ’ τη σιδερένια αμασχάλη του και τόνε κουβάριασε. Βαθύ μουγκρητό, σαν από λαβωμένο θεριό, βγήκε απ’ το διπλωμένο λαρύγγι του Χατζάκ. Ο Αναστάσης δεν τόνε χάρισε. Τον άρπαξε με το δεξί απ’ τα ποδάρια, τόνε σήκωσε αψηλά και τόνε σαβούρντιξε να σκάσει στο χορτάρι. Μέτρησε ως το δέκα και «ολντού», φώναξε με τα χέρια αψηλά και μούσκεμα στον ίδρο. Πού την έκρυβε τέτοια δύναμη! Ομπρός του ο Χατζάκ, αυτό το ανήμερο θεριό, κείτουνταν καταγής ασάλευτος, σαν εύκαιρο* τσουβάλι.
Με γουρλωμένα τα μάτια, αξιωματικοί και τσαούσηδες κόσεψαν αλαφιασμένοι να τον ζωντανέψουνε. Πολέμησαν να τον σηκώσουνε όρθιο, μα δεν τα κατάφεραν. Το κεφάλι του έπεφτε και τα ποδάρια του σβαρνιούνταν σαν του αποθαμένου. Απ’ τα πολλά, για να μην ξεφτιλιστεί πιότερο, τόνε περιμάζεψαν, εμέν εμέν (γρήγορα γρήγορα), παραπίσω και δεν ξαναφάνηκε. Τα τουρκιά ολόγυρα, ένα «όι, λελέ!», σαν από μαχαιριά από δίκοπη κάμα, πρόφταξαν να βγάλουνε και βουβάθηκαν. Μια παγωμάρα έπεσε στη μεριά τους.
Εμείς, ξαφνιασμένοι απ’ όσα αναπάντεχα έβλεπαν τα μάτια μας, με το ζόρι πινίξαμε μέσα μας τις φωνές απ’ τη χαρά και την περφάνια. Στα μάτια μας, ο Αναστάσης αψήλωσε απάνω από ανθρώπου μπόι. Δεν έμοιαζε μάνας γέννημα αυτό το παλικάρι. Ήτανε ο αντρειωμένος, που τόνε πέταξε από τα μέσα της η γης, για να βαρέσει τον τύραννο και να ξεπλύνει τη ντροπή, που ίσαμε εκείνην την ώρα ήτανε απλωμένη απάνω μας. Θέλαμε να χοροπηδήξουμε, να φωνάξουμε, να γιορτάσουμε, μα ο φόβος, πως θα πλερώσουμε ακριβά μια τέτοιαν αστοχασιά, μας κράταγε στον τόπο μας. Εξόν απ’ αυτό, ήτανε κι ο φόβος για την τύχη τού Αναστάση. Πώς θα τόνε φέρνουνταν από δω κι ύστερις ο Χατζάκ και το συνάφι του; Την ίδιαν ώρα, εκείνος έμοιαζε να μη νοιάζεται για τα κατοπινά. Αυτό που ήθελε το έκαμε. Τη γούνα του Αλβανού την έσιαξε. Και τώρα στέκουνταν εκεί στη μέση, ατάραχος, δίχως φωνές και παναΐρια, και καρτερούσε.
Ο υπουργός, θέλοντας και μη, τον έσφιξε το χέρι, με ένα στυφό και μαραμένο χαμόγελο. Και ο στρατηγός τον έταξε δέκα μέρες άδεια, για να γιορτάσει του Χριστού με τους εδικούς του. Ωστόσο, οι πιο πολλοί αξιωματικοί, με πρόφαση να παρασταθούν στον Χατζάκ, χάθηκαν μάξουζ* απ’ το μεϊντάνι. Κόσεψε κι ο χότζας, που μέσα στην παραζάλη του έχασε πλαλώντας το πράσινο σαρίκι του, και χάθηκε ξεσκούφωτος πίσω απ’ τις αποθήκες.
Το βράδυ, βγαίνοντας απ’ το φαΐ, έπεσα απάνω στο Χαλίλ. Με γύρευε. «Κάλφογλου, είμαι πολύ χαρούμενος» με είπε. «Δεν ήσουνα μονάχα εσύ τυχερός. Κοντά σε σένα θα γλιτώσω κι εγώ από δω. Με διαταή του στρατηγού, θα φύγουμε αύριο αντάμα για την Εντιρνέ. Θα αναλάβω τα σπίτια των αξιωματικών. Θα πάρω μαζί μου και τρεις στρατιώτες, να κουβανούνε λάσπη και πέτρες. Ποιος ξεύρει, μπορεί εκεί να καταφέρω να αποβγάλω* και την καλοσύνη που μ’ έκαμες. Την Αντριανού σε σένα τη χρεωστώ». Ευτύς, μια ιδέα έστραψε στο μυαλό μου.
«Άμα θέλεις, εφέντη, μπορείς και τώρα να την αποβγάλεις την καλοσύνη» είπα και τα ’χασε.
«Τώρα; Πώς;» είπε απορεμένος.
«Παίρνοντας μαζί μας και τον Αναστάση. Εδώ θα τόνε ξεκάμουνε. Δε θα προκάμει να πάρει μήτε την άδεια που τον έταξε ο στρατηγός για του Χριστού» αποκρίθηκα.
Τα μάτια του έλαμψαν.
«Άφεριμ, Κάλφογλου! Σε ζουλεύω. Ζουλεύω και τον Αναστάση, που έχει τέτοιον αρκαντάς. Θαρρώ πως θα τα καταφέρω. Τους άλλους τρεις εγώ θα τους διαλέξω. Ε, ο ένας θα είναι ο Αναστάσης. Είσαι ευχαριστημένος;». Αν ήταν τρόπος να τόνε φιλήσω τα χέρια, θα το έκαμνα. «Με μια συμφωνία» συνέχισε ο Χαλίλ. «Απόψα δε θα τόνε πεις τίποτα. Άσε να ξημερώσει πρώτα με το καλό, γιόξαμ* και στραβώσει τίποτα και απομείνουμε ούλοι με τη χαρά».
Μπορεί να έδωκα το λόγο μου, μα εμένα δε με κράταγε τίποτες. Τέτοια χαρά δεν μπόρεγα να τήνε βαστήξω μονάχος ούλη τη νύχτα. Θα πάθαινα. Καμιά φορά, η μεγάλη χαρά, άμα δεν τη μοιραστείς, μοιάζει με μεγάλη στεναχώρια. Δεν τήνε χωρούνε τα στήθια! Μόλις ο Χαλίλ ξεμάκραινε, ζύγωσα στην αποθήκη. Οι δικοί μας είχανε τον Αναστάση στη μέση και τόνε ρώταγαν πώς πήρε την απόφαση να παλέψει. «Εγώ τη μούρη του Αλβανού ήθελα να τρίψω. Τώρα, άμα κοντά σ’ αυτόνα ντροπιάστηκαν και οι άλλοι, ούτε που με νοιάζει» άκουσα να τους λέει.
Με τρόπο, τον έγνεψα να έβγει όξω. Παράμερα, μέσα στη σκοτίδα, τόνε γύρεψα να μη βγάλει μιλιά και τον είπα τα καθέκαστα. Σάστισε. Η σκοτίδα δε με άφηνε να διω τα μάτια του. Απόμεινε λίγο ασάλευτος κι ύστερις έπεσε απάνω μου και μ’ αγκάλιασε. «Είσαι παραπάνω κι απ’ αδερφός, Χρύσανθε. Δε θα το λησμονήσω ποτές» είπε κι ένιωσα το στήθος του να ταρακουνιέται. «Αναστάση, ο Θεγιός τα ’φερε έτσι. Αύριο, πρώτα ο Θεγιός, ξημερώνει καινούργια μέρα και για τους δυο μας» είπα και τον καληνύχτισα.
Το πρωί στην αναφορά, φώναξαν να βγούμε ομπρός τέσσερες νοματαίοι για την Αντριανού. Ο Αναστάσης ο Στράντζαλης, ο Γεροντής ο Σαμιώτης, ο Μιχαήλος ο Σηλυβρινός κι εγώ. Ούλα πήγανε καλά.
Γεώργιος Μάνος
ΧΡΟΝΟΙ ΔΙΣΕΚΤΟΙ ΚΑΙ ΜΗΝΕΣ ΟΡΓΙΣΜΕΝΟΙ
Ιστορικό αφήγημα
Εκδόσεις Λόγος & Εικόνα
Τρίτη Έκδοση
Απόσπασμα
Οι φωτογραφίες από το akispapadopoulos.com (ύστερα από άδεια).